Τεύχος 47


Έρευνα και Στρατηγικές Κατευθύνσεις Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΤΑ)

Δρ. Γιάννης Χατζηκιάν

1. Εισαγωγή
Η ικανότητα δημιουργίας, διάδοσης και αξιοποίησης της γνώσης αναγνωρίζεται πλέον σήμερα ως η βασική προϋπόθεση απόκτησης ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, πράγμα το οποίο αντανακλάται στην σαφή τάση μετάβασης των χωρών του ΟΟΣΑ προς την Οικονομία της Γνώσης (OECD, 2001, p. 8). Στο πλαίσιο της οικονομίας της γνώσης, οι πολιτικές για την έρευνα και την τεχνολογία για την δημιουργία και διάδοση της γνώσης αποκτούν μεγαλύτερη σημασία και είναι αποδεκτό ότι η καινοτομία, δηλ. η εμπορική εκμετάλλευση νέων ιδεών και γνώσεων στην παραγωγή, τις υπηρεσίες και στις διαδικασίες, αποτελεί τον καταλύτη για την οικονομική ανάπτυξη μίας χώρας. Η τεχνολογική καινοτομία είναι ζωτική για την απόκτηση συγκριτικού πλεονεκτήματος από την επιχείρηση ή/και τον οργανισμό. Ένα από τα χαρακτηριστικά της Νέας Οικονομίας είναι ότι στη διαδικασία μετασχηματισμού, η μεγαλύτερη εισροή είναι η πνευματική ιδιοκτησία: γνώση, έρευνα, πληροφορία και σχεδίαση. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η οικονομία της γνώσης έχει ουσιαστικό ρόλο στην συστηματική εφαρμογή της επιστημονικής γνώσης σε νέα προϊόντα, διαδικασίες ή υπηρεσίες (OECD. 1996, p. 9). Η ανάλυση βασίζεται στην έννοια του «Εθνικού Συστήματος Καινοτομίας», που περιλαμβάνει τόσο το σύστημα έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης όσο και την ανάπτυξη των καινοτομιών που αποτελεί το επιστέγασμα των ερευνητικών προσπαθειών. Το Εθνικό Σύστημα Καινοτομίας (ΈΣΚ) ορίζεται (OECD, 1999) ως το σύνολο των διακριτών θεσμών που σε συνδυασμό και αυτόνομα συμβάλλουν στην ανάπτυξη και διάχυση νέων τεχνολογιών και διαμορφώνουν το πλαίσιο εντός του οποίου η κυβέρνηση διαμορφώνει και υλοποιεί πολιτικές με στόχο την διαδικασία καινοτομίας.
Η εξέταση μέσω ΕΣΚ περιλαμβάνει τρία επίπεδα ανάλυσης :
  • Το μακρο επίπεδο στο οποίο η οικονομία γίνεται αντιληπτή ως ένα σύνολο διασυνδεόμενων δρώντων μηχανισμών που περιλαμβάνουν τις επιχειρήσεις, τα πανεπιστήμια και τους δημόσιους ερευνητικούς φορείς, και ενδιάμεσους υποστηρικτικούς φορείς .
  • Το μέσο επίπεδο που εξετάζει τις αλληλοσυσχετίσεις ανάμεσα σε επιχειρήσεις με κοινά χαρακτηριστικά. Πρόκειται για την γνωστή έννοια των δικτύων επιχειρήσεων (clusters) που αφορούν είτε παρόμοιες ή αλληλοσυμπληρούμενες δραστηριότητες, είτε γεωγραφική εγγύτητα, είτε και τα δύο.
  • Το μικρο επίπεδο που εστιάζει στα ιδιαίτερα εσωτερικά χαρακτηριστικά και ικανότητες της επιχείρησης που σχετίζονται θετικά με την ικανότητα της να καινοτομεί.
    Στην εργασία αυτή εξετάζουμε την πολιτική για την έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη (ETA) στην Ελλάδα. Τα κύρια ερωτήματα, τα οποία επιχειρούμε να απαντήσουμε είναι : Ποια ήταν η εξέλιξη της κρατικής πολιτικής για την ΕΤΑ στη μεταπολεμική περίοδο στη χώρα μας ; Ποια είναι η σημερινή πολιτική για την έρευνα και την τεχνολογία ;

    2. Αποτύπωση της υφιστάμενης κατάστασης

    Ο ελληνικός τομέας έρευνας και τεχνολογίας αναπτύχθηκε ουσιαστικά μετά τη δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου για την επιστημονική έρευνα στη χώρα στις αρχές της δεκαετίας του ‘80.
    Η εγχώρια δραστηριότητα σε έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη, κατά το χρονικό διάστημα 1950 έως 1981 είναι σχεδόν ανύπαρκτη, τόσο στο επίπεδο της κρατικής πολιτικής όσο και στο επίπεδο των ιδιωτικών επιχειρήσεων.

    Πίνακας 1 : Δαπάνες ΕΤΑ ως ποσοστό (%) του ΑΕΠ, 1997 – 2008

     Χώρα

    1997

    1999

    2001

    2003

    2005

    2007

    2008

    ΕΕ-15

    1,83

    1,89

    1,92

    1,92

    1,88

    1,93

    -

    Βέλγιο

    1,83

    1,94

    2,08

    1,88

    1,84

    1,87

    -

    Δανία

    1,92

    2,18

    2,39

    2,58

    2,46

    2,55

    -

    Γερμανία

    2,24

    2,40

    2,46

    2,52

    2,48

    2,54

    -

    Ελλάδα

    0,45

    0,60

    0,58

    0,57

    0,58

    0,57

    -

    Ισπανία

    0,80

    0,86

    0,91

    1,05

    1,12

    1,27

    -

    Γαλλία

    2,19

    2,16

    2,20

    2,17

    2,10

    2,08

    -

    Ιρλανδία

    1,27

    1,18

    1,10

    1,17

    1,25

    1,31

    1,45

    Ιταλία

    1,03

    1,02

    1,09

    1,11

    1,09

    1,13*

    -

    Ολλανδία

    1,99

    1,96

    1,8

    1,76

    1,72

    1,7

    -

    Αυστρία

    1,70

    1,90

    2,07

    2,26

    2,44

    2,56

    2,66

    Πορτογαλία

    0,59

    0,71

    0,80

    0,74

    0,81

    1,18

    -

    Φινλανδία

    2,70

    3,16

    3,30

    3,43

    3,48

    3,47

    3,46

    Σουηδία

    3,48

    3,61

    4,17

    3,85

    3,80

    3,64

    -

    Ην. Βασίλειο

    1,77

    1,82

    1,79

    1,75

    1,73

    1,79

    -

    Λουξεμβούργο

    -

    -

    1,65*

    1,65

    1,56

    1,62

    -

    ΗΠΑ

    2,56

    2,65

    2,74

    2,67

    2,61

    2,67

    -

    Ιαπωνία

    2,87

    3,02

    3,12

    3,2

    3,32

    3,4*

    -

    Πηγή: Eurostat, Structural Indicators

    * έτος αναφοράς : 2006

     



    Η κυρίαρχη αντίληψη που επεκράτησε στην ελληνική οικονομία, κατά τη χρονική αυτή περίοδο, ήταν ότι η επένδυση σε δραστηριότητες έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης δεν είναι συμφέρουσα για μια μικρή χώρα σαν την Ελλάδα και, μάλιστα, θεωρήθηκε, ως σπατάλη στη συγκεκριμένη αναπτυξιακή πορεία της χώρας (Ηatzikian, J., 2007). Η χρονική αυτή περίοδος χαρακτηρίζεται από τον έντονο κρατικό παρεμβατισμό, συνοδευόμενος από ένα άκρως προστατευτικό πλαίσιο, που δημιουργούσε συνθήκες θερμοκηπίου για τα επεν¬δυμένα κεφάλαια και τις υπάρχουσες επιχειρήσεις και ταυτόχρονα υπονόμευε τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας, και δεν ευνοούσε την τεχνολογική ανανέωση. Η ανανέωση και ο τεχνολογικός εκσυγ¬χρονισμός παρεμποδίστηκε και από έναν άλλο παράγοντα που αφορά στη βοήθεια και χρηματοδότηση που απολάμβαναν οι λίγες μεγά¬λες, μονοπωλιακού χαρακτήρα, βιομηχανικές επιχειρήσεις από το κρατικό τραπεζικό σύστημα (Σακελλαρόπουλος Θ., 1993). Οι σημαντικοί αυτοί περιορισμοί υπονόμευαν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και απορρίπτοντας την δέσμευση δαπανών σε έρευνα και τεχνολογία, απαξιώνονταν τεχνολογικά η οικονομία ολόκληρης της χώρας. Αυτή η δομική αδυναμία της ελληνικής βιομηχανίας εκδηλώθηκε αμέσως με την εμφάνιση της οικονομικής ύφεσης τη δεκαετία του '70 και η αυξημένη εισαγωγική διείσδυση και η μείωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας τη δεκαετία του '80 δεν εί¬ναι αποτέλεσμα της μεταβολής του καθεστώτος εμπορίου που επήλθε με την ένταξη στην ΕΟΚ, αλλά εκφράζει τις αρνητικές εξε¬λίξεις στο σχετικό κόστος παραγωγής, που παραπέμπουν στις θερμοκηπιακές συνθήκες ανάπτυξης της ελληνικής βιο¬μηχανίας μεταπολεμικά.
    Σε εθνικό επίπεδο, τα 2/3 της δαπάνης για έρευνα χρηματοδοτούνται από το Δημόσιο (ελληνικός και κοινοτικός προϋπολογισμός) και το 1/3 από τις επιχειρήσεις, ενώ οι ακριβώς αντίστροφες αναλογίες σημειώνονται στη Σουηδία, την Ελβετία, την Κορέα και την Ιαπωνία. Επίσης, σε εθνικό επίπεδο το 50% της έρευνας εκτελείται στα πανεπιστήμια και το 28% στις επιχειρήσεις, ποσοστά περίπου αντίστροφα από τα επιτυγχανόμενα στις τεχνολογικά αναπτυγμένες χώρες.
    Οι πρώτες θεσμικές βάσεις για μια πολιτική έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης τίθενται με τον νόμο 706/77 κα προωθείται ένα εθνικό πρόγραμμα χρηματοδότησης της έρευνας. Το 1982 δημιουργείται το Υπουργείο Έρευνας και Τεχνολογίας, το οποίο τρία χρόνια αργότερα μετατρέπεται σε Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ), που σήμερα υπάγεται στο Υπουργείο Ανάπτυξης. H είσοδος της ελληνικής οικονομίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, επηρέασε σημαντικά και την ερευνητική και τεχνολογική πολιτική της χώρας. Η κρατική στρατηγική για την ΕΤΑ κατά την εικοσαετία 1980-1999 περιελάμβανε παρεμβάσεις για τον εμπλουτισμό του ελληνικού ερευνητικού ιστού και, δευτερευόντως, για την ενίσχυση της βιομηχανικής έρευνας. Η συγκεκριμένη προσπάθεια είχε ως αποτελέσματα την αύξηση των δαπανών για την έρευνα από 0,33% του ΑΕΠ (1986) σε 0,57 % του ΑΕΠ (2007) και το διπλασιασμό των επιχειρήσεων με δραστηριότητες ΕΤΑ. Η Σουηδία εμφανίζει το υψηλότερο ποσοστό εγχώριας δαπάνης σε έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη (3,64% για το 2007) και ακολουθεί η Φινλανδία (3,47%). Μετά τις δύο αυτές χώρες ακολουθούν η Ιαπωνία (3,32%) και οι ΗΠΑ (2,67%). Υψηλό ποσοστό εμφανίζει επίσης η Γερμανία (2,54%). Υψηλότερο ποσοστό του μέσου όρου της ΕΕ (1,83% για το 2007) εμφανίζουν η Γαλλία (2,08%), η Δανία (2,55%), η Αυστρία (2,56%) και το Βέλγιο (1,87%). Χαμηλότερο ποσοστό αλλά πλησίον του μέσου όρου της ΕΕ εμφανίζει το Ην. Βασίλειο (1,79%).
    Η Ελλάδα είναι το ακριβώς αντίθετο της Σουηδίας και βρίσκεται στο χαμηλότερο άκρο της κλίμακας διότι εμφανίζει το χαμηλότερο ποσοστό συνολικής εγχώριας δαπάνης στην έρευνα όχι μόνο το 1997 (0,45%) αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας.



    Οι γενικές κατευθύνσεις της κρατικής πολιτικής ΕΤΑ ανά γνωστική περιοχή αποτυπώνονται στον Πίνακα 1. Η χρηματοδοτούμενη έρευνα από τα γενικά ταμεία των πανεπιστημίων αποτελεί το 39,4% του συνόλου της ΚΧΕΤΑ (2006). Το ποσοστό αυτό μειώθηκε σημαντικά συγκριτικά με το 2002 (53,7%) και το 1998 (51,76%). Παρά το γεγονός αυτό, η κρατική χρηματοδότηση ΕΤΑ κατευθύνθηκε, ως υψηλή προτεραιότητα, στα Πανεπιστήμια, ιδιαίτερα από 1993-94 και μετά.
    Ακολουθεί η κρατική χρηματοδότηση στην μη προσανατολισμένη έρευνα με 16,98% (2006). Η κρατική χρηματοδότηση ΕΤΑ στην βιομηχανική παραγωγή και τεχνολογία αποτελεί το 10,08% του συνόλου της ΚΧΕΤΑ (2006). Ο τομέας της προστασίας και προαγωγής της ανθρώπινης υγείας ενισχύθηκε από την κρατική χρηματοδότηση ΕΤΑ με 8,15% του συνόλου της ΚΧΕΤΑ (2006). Ο τομέας αυτός, από το 1981 έως το 2006, κυμάνθηκε μεταξύ 4,88% (1998) και 8,15% (2006). Η κρατική χρηματοδότηση ΕΤΑ στην προστασία και προαγωγή της ανθρώπινης υγείας, απόλυτους αριθμούς, σημαίνει 720.000 ευρω το 1981 και 58 εκατ. ευρω το 2006.
    Κύριο στοιχείο της ελληνικής οικονομίας στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στη δεκαετία του ’90 ήταν η σημαντική απόκλιση του επιπέδου ανταγωνιστικότητας και αναπτυξιακών δυνατοτήτων της από τα αντίστοιχα των Ευρωπαίων εταίρων και πολλών δυναμικά αναπτυσσομένων χωρών. Μία από τις βασικές αιτίες της σημαντικής αυτής υστέρησης είναι η απουσία σημαντικών τεχνολογικών ικανοτήτων από το ελληνικό παραγωγικό σύστημα και η έλλειψη ενδογενούς τεχνολογικής ανάπτυξης. Οι ανεπάρκειες αυτές της ελληνικής οικονομίας οφείλονται σε χαρακτηριστικά του ελληνικού συστήματος έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης όπως το γεγονός ότι η πλειονότητα των επιχειρήσεων και των οργανισμών, τη δεκαετία του ’80 (και του ’90), χαρακτηρίζεται από περιορισμένες τεχνολογικές ικανότητες.
    Επιπρόσθετα, τα Ερευνητικά Κέντρα και τα ΑΕΙ παρουσιάζουν έντονη εσωστρέφεια, που εκδηλώνεται με τους περιορισμένους δεσμούς τους με επιχειρήσεις, ερευνητικούς οργανισμούς του εξωτερικού και τα διεθνή ερευνητικά δίκτυα (Kitsos, C.P., Hatzikian Y., 2008). Επίσης, η διάχυση της επιστημονικής και τεχνικής γνώσης στην επιστημονική κοινότητα, στην εκπαίδευση και στις επιχειρήσεις είναι περιορισμένη, εξαιτίας της έλλειψης κατάλληλων υποδομών. Υστέρηση επίσης σημαντική σημειώνεται στην υποδομή για την παροχή επιστημονικών και τεχνολογικών υπηρεσιών. Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι η πλειονότητα των ερευνητικών και τεχνολογικών δραστηριοτήτων πραγματοποιείται την περίοδο αυτή στην περιοχή της πρωτεύουσας.
    Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η ΕΤΑ στην Ελλάδα αντιμετωπίσθηκε ως ένα μεμονωμένο γεγονός και αποκομμένο από την υπόλοιπη κοινωνία και ότι ο σχεδιασμός που υιοθετήθηκε απαντούσε αποκλειστικά στο ερώτημα του πως θα γίνει η διανομή της χρηματοδότησης. Δεν ελήφθησαν υπόψη οι νέες διεθνείς προσεγγίσεις και μοντέλα, όπως τα Συστήματα Καινοτομίας, που αποτελούν ένα σύνολο των διακριτών θεσμών που σε συνδυασμό και αυτόνομα συμβάλλουν στην ανάπτυξη και διάχυση νέων τεχνολογιών και διαμορφώνουν το πλαίσιο εντός του οποίου η κυβέρνηση διαμορφώνει και υλοποιεί πολιτικές με στόχο την διαδικασία καινοτομίας, στο πλαίσιο του οποίου προεξάρχουσα θέση έχει το εκπαιδευτικό σύστημα, για την παραγωγή, φύλαξη και διάχυση γνώσης, δεξιοτήτων και μηχανισμών για την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών. Το αρνητικό αποτέλεσμα είναι ότι δεν δημιουργείται και δεν προστίθεται αξία στις οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητες διότι η κρατική χρηματοδότηση απλώς «καταναλώνεται».
    Διαπιστώνουμε ότι η κατεύθυνση της κρατικής πολιτικής ΕΤΑ χαρακτηρίζεται από επιλεκτικότητα και μονομέρεια που έχει σαν αποτέλεσμα την μη αξιοποίηση όλων των τομέων με τρόπο που να συνδυάζονται και να προσθέτουν αξία ο ένας τομέας στον άλλο.

    3. Συμπεράσματα

    Το Ελληνικό σύστημα ΕΤΑ έχει πλέον αποκτήσει μια σημαντική εμπειρία στο σχεδιασμό και υλοποίηση πολιτικής για την έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη στη χώρα μας και, επίσης, έχουν επιτευχθεί ορισμένα θετικά αποτελέσματα που αφορούν το ανταγωνιστικό ανθρώπινο δυναμικό (αύξηση και βελτίωση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου ερευνητικού δυναμικού), τη δικτύωση με το εξωτερικό κυρίως μέσω του Προγράμματος Πλαισίου, ορισμένα ικανοποιητικά αποτελέσματα στη βασική έρευνα και σημαντική βελτίωση των υποδομών (Χατζηκιάν, Γ., 2006β). Όμως παραμένει χαμηλή η απόδοση της παραγωγικής βάσης του συστήματος ΕΤΑ, κύρια αίτια της οποίας είναι η έλλειψη κατανόησης από τους παραγωγικούς φορείς για την αναγκαιότητα ανάληψης έργων ΕΤΑ, μεταφοράς τεχνολογίας και καινοτομίας, η έλλειψη συνεργασίας μεταξύ των ερευνητικών ιδρυμάτων και των παραγωγικών φορέων, η ανισομερής κατανομή μεταξύ βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας, η μεταπρατική κυρίως δραστηριότητα των ΜΜΕ και η έλλειψη κινήτρων λήψης επιχειρηματικού κινδύνου, το περιορισμένο σχετικά ερευνητικό δυναμικό, η έλλειψη συντονισμού ερευνητικών δραστηριοτήτων, η ανισομερής ανάπτυξη του ερευνητικού ιστού της χώρας, η έλλειψη καινοτομικής - τεχνολογικής κουλτούρας στην Ελλάδα, το ανεπαρκές σύστημα υλοποίησης, ελέγχου, προβολής και διάχυσης των αποτελεσμάτων της ΕΤΑ και η υστέρηση έναντι της ΕΤΑ ανεπτυγμένων οικονομιών.
    Η ΕΤΑ στην Ελλάδα αντιμετωπίσθηκε ως ένα μεμονωμένο γεγονός και αποκομμένο από την υπόλοιπη κοινωνία και ότι ο σχεδιασμός που υιοθετήθηκε απαντούσε αποκλειστικά στο ερώτημα του πως θα γίνει η διανομή της χρηματοδότησης. Δεν ελήφθησαν υπόψη οι νέες διεθνείς προσεγγίσεις και μοντέλα, όπως τα Συστήματα Καινοτομίας, που αποτελούν ένα σύνολο των διακριτών θεσμών που σε συνδυασμό και αυτόνομα συμβάλλουν στην ανάπτυξη και διάχυση νέων τεχνολογιών και διαμορφώνουν το πλαίσιο εντός του οποίου η κυβέρνηση διαμορφώνει και υλοποιεί πολιτικές με στόχο την διαδικασία καινοτομίας, στο πλαίσιο του οποίου προεξάρχουσα θέση έχει το εκπαιδευτικό σύστημα, για την παραγωγή, φύλαξη και διάχυση γνώσης, δεξιοτήτων και μηχανισμών για την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών. Το αρνητικό αποτέλεσμα είναι ότι δεν δημιουργείται και δεν προστίθεται αξία στις οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητες διότι η κρατική χρηματοδότηση απλώς «καταναλώνεται».
    Η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας (επιχειρηματικής και εθνικής), εκτός από διαρθρωτικές αλλαγές στην παραγωγική δομή και ενίσχυση του εξαγωγικού προσανατολισμού της οικονομίας, απαιτεί, επίσης, υποστήριξη εσωτερικών δικτύων και συνεργασιών και ενίσχυση της διασύνδεσής τους με διεθνή δίκτυα.

    Βιβλιογραφία

    Hatzikian Yannis, Bouris John (2007). Innovation Management and Economic Perspectives : The Case of Greece, Journal of Enterprizing Culture. Vol. 15, No.4 (December 2007) 395-420.
    Ηatzikian, John (2007). Research and technological development policy and innovative performance : The Greek case within the EU, p.p. 229-250. In George M. Korres (Ed.). Economic Integration and Regional Growth. Springer Editions, Germany.
    Kitsos, C.P., Hatzikian Y. (2008). Investigating Innovation techniques for the Greek SMEs within the European Union. Paper presented to the innovative symposium ERIMA 08' (European Research in Innovation and Management Alliance), Porto, Portugal on November 6th-7th, 2008.
    OECD (1993). Frascati Manual, Paris.
    OECD (1996). The Knowledge-Based Economy. OECD, Paris.
    OECD (1999). Managing National Innovation Systems, OECD , Paris.
    OECD (2001), Science, Technology and Industry Scoreboard : Towards a Knowledge-Based Economy, OECD, Paris.
    OECD/EUROSTAT (2005), Oslo Manual, OECD/EUROSTAT, Paris.
    Porter, M. (1998). Clusters and the new economics of competition. Harvard Business Review, November - December: 77-90.
    Porter, M. (1999). On Competition, A HBR Book, Porter, M. (2000). Locations, Clusters, and Company Strategy. In Clark, G.L, M. P. Feldman & M. S. Gertler (eds) The Oxford Handbook of Economic Geography. Oxford University Press, Oxford.
    Porter, M. (2000). Locations, Clusters, and Company Strategy. In Clark, G.L, M. P. Feldman & M. S. Gertler (eds) The Oxford Handbook of Economic Geography. Oxford University Press, Oxford.
    Σακελλαρόπουλος Θ. (1993). Κράτος και οικονομία στην Ελλάδα. Μια ιστορική τυπολογία, εκδόσεις Κριτική.
    Solvell, O., G. Lindqvist, and C. Ketels, (2003). "The Cluster Initiative Greenbook, " The Competitiveness Institute (TCI)/Vinnova: Gothenburg.
    Χατζηκιάν, Γιάννης (2006α). Στρατηγικές για τη δημιουργία δικτύων (clusters) επιχειρήσεων : Η Ελληνική και η διεθνής εμπειρία. Διοικητική Ενημέρωση, Αθήνα, Τεύχος αριθ. 38, Ιούλιος-Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2006, Αθήνα, σελ. 86-94.
    Χατζηκιάν Γιάννης, (2006β). Προσδιοριστικοί Παράγοντες της Καινοτομίας. Δικτύωση της έρευνας με την παραγωγή, ΓΔΜ-ΤΕΙ Αθήνας, Αθήνα.

  • επιστροφή