Τευχος 38


Ο κ. Ν. Κουτσιανάς, ένας πολιτικοποιημένος νέος τότε φαρμακοποιός, έκανε τα πρώτα του βήματα το 1979 με την εταιρεία Αpivita στα είδη ατομικής υγιεινής

Το μέλι στα σαπούνια φέρνει κέρδη
Δ. ΧΑΡΟΝΤΑΚΗΣ


    «O τρελός φαρμακοποιός ρίχνει πάλι μέλι στα σαπούνια» έλεγαν οι εργαζόμενοι της σαπωνοποιίας Παπουτσάνη κάθε φορά που, το 1979, ο τότε νεαρός φαρμακοποιός κ. Ν. Κουτσιανάς πήγαινε στο εργοστάσιο για να επιβλέψει την παραγωγή σαπουνιού με την προσθήκη μελιού, που η άλλοτε κραταιά βιομηχανία παρήγε για λογαριασμό του. Η Αpivita τότε, μόλις επτά χρόνια από την ανάληψη της διεύθυνσης του γνωστού φαρμακείου του Ψυχικού από τον πτυχιούχο φαρμακοποιό, με καταγωγή από το χωριό Γαβράκια της επαρχίας Δομοκού του Νομού Φθιώτιδας, έκανε τα πρώτα της βήματα. Ο επικεφαλής της σαπωνοποιίας κ. Τάκης Παπουτσάνης , «ένας άνθρωπος ιδιοφυής με εξαιρετική κουλτούρα» λέει σήμερα ο κ. Κουτσιανάς, όταν πήρε την παραγγελία για την παραγωγή σαπουνιών με μέλι ύψους 1.200.000 δραχμών, ποσό τεράστιο για εκείνη την εποχή, τρόμαξε και προσπάθησε να τον προστατεύσει από την πιθανή καταστροφή, αλλά ο νεαρός φαρμακοποιός ήταν αμετάπειστος και βέβαιος για την εμπορική επιτυχία του προϊόντος. Οταν μάλιστα είδε ότι η λιανική τιμή πώλησης του νέου προϊόντος ήταν 60 δρχ. το τεμάχιο, την ίδια στιγμή που η Παπουτσάνης πουλούσε το καλύτερο δικό της προϊόν μόλις προς 12 δρχ., ο κ. Παπουτσάνης ήταν βέβαιος για την οικονομική καταστροφή του ιδιόρρυθμου φίλου του και περίπου του είπε πως του χαρίζει το χρέος και να φροντίσει να μην καταστραφεί.

    Είδη υγιεινής στα φαρμακεία

    Τότε τα είδη ατομικής υγιεινής που πωλούνταν μέσω των φαρμακείων ήταν ελάχιστα και όσα ήταν τοποθετημένα στις προθήκες τους ανήκαν σε μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες. Τη διακίνηση του νέου προϊόντος από φαρμακείο σε φαρμακείο είχε αναλάβει η σύζυγος του κ. Κουτσιανά, η κυρία Νίκη Κουτσιανά - «με ένα παλιό Lada, που πιο εύκολα οδηγούσες τρακτέρ παρά αυτό». Στην ίδια αποδίδει την εμπορική επιτυχία, λέγοντας πως πρόκειται για «μια γυναίκα που διαθέτει ισχυρό ένστικτο και μεγάλο ταλέντο στις πωλήσεις» και προσθέτοντας ότι «εγώ ξέρω να παράγω προϊόντα, αλλά δεν ξέρω πώς να τα πουλήσω. Ετσι ο ένας συμπληρώνει τον άλλο». Τα σαπούνια πουλήθηκαν κι από τότε χρόνο με τον χρόνο το φαρμακείο έγινε εταιρεία- Αpivita το όνομά της, από το apis που σημαίνει μέλισσα και vita που σημαίνει ζωή-, νέα προϊόντα σχεδιάστηκαν και παράχθηκαν, δημιουργώντας ουσιαστικά εκ του μηδενός μια νέα αγορά, αυτή των φυτικών καλλυντικών. Και όλα αυτά άρχισαν στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Συγκεκριμένα, το 1972 μεταφέρθηκε στο φαρμακείο της οδού Κατεχάκη το 1968 από τα Πετράλωνα, όπου διατηρούσε όπως λέει ο ίδιος φαρμακείο με καλό εργαστήριο. Η ιδέα της φυτοθεραπείας τον απασχόλησε από την πρώτη στιγμή που τελείωσε τη Φαρμακευτική Σχολή του Πανεπιστημίου των Αθηνών και ανέλαβε το φαρμακείο.

    Ο προβληματισμός του κ. Κουτσιανά- που εν πρώτοις μοιάζει να έρχεται σε αντίθεση με την επαγγελματική του ενασχόληση- συνίσταται στη διαπίστωση ότι «δεν μπορούμε να πουλάμε χημικά φάρμακα με τόσο πλούσιο φυτικό βασίλειο». Και αρχίζει να πειραματίζεται, σε μια περίοδο που η φυτοθεραπεία στην Ευρώπη απασχολούσε σοβαρά μόνο τη Γερμανία και λιγότερο και τη Γαλλία. Οπως εξηγεί ο ίδιος «διαβάζω πάρα πολύ, ασχολούμαι πολύ με το θέμα της φυτοθεραπείας και επιστημονικά κάνω βαθύ σκάψιμο». Συμπληρώνει μάλιστα «ερεύνησα αρχεία, έψαξα την πλευρά της παράδοσης και πειραματίστηκα». Ξεκίνησε δειλά δειλά τοποθετώντας βότανα μέσα στο φαρμακείο, τα οποία συνέλεγε από το χωριό του και στη συνέχεια άρχισε να δημιουργεί εκχυλίσματα βοτάνων και δικά του ιδιοσκευάσματα, τα οποία πουλούσε σε πελάτες του για μη σοβαρές παθήσεις. Και φυσικά πολύ φθηνότερα από τα αντίστοιχα κανονικά φάρμακα.

    Από την πρώτη όμως στιγμή- η αγάπη του για τα μελίσσια ήταν δεδομένη- την προσοχή του τράβηξε μια ειδική ουσία που παράγει η μέ λισσα και υπάρχει μέσα στην κυψέλη, η propolis (πρόκειται για ρητίνη που οι μέλισσες τη μαζεύουν από νεαρούς βλαστούς και χρησιμεύει για την αντισηπτική και αντιμυκητισιακή προστασία της κυψέλης), ενώ λίγα χρόνια αργότερα έδωσε το όνομά της στη σειρά των προϊόντων ατομικής υγιεινής της Αpivita, τα Ρropoline.

    Ηταν ο πρώτος που τοποθέτησε το μέλι σε φαρμακείο και ανταμείφθηκε, αφού όπως λέει «περισσότερα έβγαζα από την πώληση του μελιού παρά από την πώληση των φαρμάκων», τότε μάλιστα διέθετε περί τις 400 κυψέλες.

     Η ιστορία ενός φαρμακείου

    Αλλά και το φαρμακείο έχει γράψει τη δική του ιστορία. Στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης η πολιτικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας βρίσκεται στο ζενίθ. Ο νεαρός Ν. Κουτσιανάς, καταγόμενος από αριστερή οικογένεια- « τέσσερα θύματα είχα στον Εμφύλιο»- εντάσσεται στο τότε ΚΚΕ Εσωτερικού. Δραστηριοποιείται συνδικαλιστικά στον κλάδο των φαρμακοποιών- μέλος της διοίκησης του Φαρμακευτικού Συλλόγου Αττικής και μέλος της διοίκησης του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου (σήμερα είναι μέλος του γενικού Συμβουλίου του ΣΕΒ) και για μία δεκαετία ήταν πρόεδρος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Βιομηχανιών Αρωμάτων και Καλλυντικών- και το φαρμακείο του γίνεται στέκι καλλιτεχνών, διανοούμενων και πολιτικών προσώπων. Ετσι η εναλλακτική θεραπεία ήταν απολύτως συμβατή με το κλίμα των συζητήσεων που διαμόρφωναν οι θαμώνες του φαρμακείου. Είναι εκείνα τα χρόνια που γνωρίζεται και συνδέεται στενά με τον σκιτσογράφο κ. Σπ.Ορνεράκη, ο οποίος και θα σχεδιάσει αργότερα τα ξύλινα stands που τοποθετούνται στα φαρμακεία με τα προϊόντα της Αpivita - η ζήτησή τους, όπως λέει ο κ. Κουτσιανάς, ήταν αντίστοιχη με τη ζήτηση των προϊόντων! Και προσθέτει πως «είχαμε πινέλα και μπογιές στο φαρμακείο και ζητούσαμε από διάφορους καλλιτέχνες να σχεδιάσουν τα ξύλινα κασελάκια, μέχρι και ο Γιάννης Τσαρούχης σχεδίασε εκεί».

    Έξω από τα όρια του Ψυχικού

    Από το 1979 που κυκλοφόρησαν τα πρώτα σαπούνια και σαμπουάν με πρόπολη και εκχυλίσματα ελληνικών φυτών, η νέα εταιρεία βγήκε πλέον από τα στενά όρια του φαρμακείου του Ψυχικού και του κύκλου των ανθρώπων που συναντιόντουσαν εκεί και η προσπάθειά της άρχισε να δοκιμάζεται σε ευρύτερη κλίμακα της αγοράς. Καθ΄ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 αυξάνεται η γκάμα των προϊόντων της, δημιουργείται εργαστήριο εκχυλισμάτων για να υπάρχει επάρκεια δραστικών συστατικών και λίγο πριν εκπνεύσει η δεκαετία, το 1988, η εταιρεία κάνει τις πρώτες της εξαγωγές στην Ιταλία. Το 1990 ο τζίρος της φτάνει στα 50 εκατ. δρχ.

    Λίγο πριν από το τέλος της δεκαετίας του 1990, το 1997, η Αpivita κάνει το «ντεμπούτο» της στην ιαπωνική αγορά. Ενα εγχείρημα που τελείωσε άδοξα λίγα χρόνια αργότερα, αλλά για όσο κράτησε οι εξαγωγές της στην Ιαπωνία αντιστοιχούσαν στο 25% των ετήσιων πωλήσεών της. «Και σήμερα εξάγουμε στην Ιαπωνία, αλλά πολύ περιορισμένα, μόλις 150.000 ευρώ. Το ενδιαφέρον μας συγκεντρώνεται σε άλλες αγορές, όπως είναι οι ΗΠΑ, η Κύπρος, η Αυστραλία, η Ταϊβάν, η Κίνα, η Σαουδική Αραβία, η Ισπανία και Γαλλία». Η συνολική αξία των εξαγωγών της Αpivita στις 20 αγορές που εξάγει τα προϊόντα της ανέρχεται σήμερα περίπου στα 4 εκατ. ευρώ, από το σύνολο των περίπου 26 εκατ. ευρώ που θα είναι οι εφετινές της πωλήσεις.

    Αξίζει να σημειωθεί ότι σήμερα η εταιρεία συνεχίζει να αξιοποιεί κυρίως το εμπορικό κανάλι των φαρμακείων και κατέχει την πρώτη θέση στις πωλήσεις προϊόντων μαλλιών, την πρώτη θέση στα lipsticks και την τρίτη θέση στα προϊόντα προσώπου. Ως εταιρεία συνολικά κατέχει την τρίτη θέση στην αγορά του φαρμακείου, ενώ στις δύο προηγούμενες βρίσκονται οι Vichy και Αvene Ρierre Fabre.


ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 24 Αυγούστου 2008


επιστροφή