Τευχος 37



Πρωτοτυπία, ρίσκο, αλλά και προγραμματισμός είναι η συνταγή για να πετύχει μια επιχειρηματική πρωτοβουλία
Έμπνευση, μεράκι και πολλή υπομονή
Τέσσερις Έλληνες επιχειρηματίες, που άρχισαν από το μηδέν, εξηγούν το μυστικό της επιτυχίας τους
ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΕΥΗ ΣΑΛΤΟΥ

    Άρχισαν από το μηδέν και σήμερα μπορούν να καμαρώνουν για την επιχειρηματική τους δραστηριότητα που είναι συνώνυμη της επιτυχίας. Τέσσερις αυτοδημιούργητοι επιχειρηματίες τονίζουν στα «ΝΕΑ» πως μία απλή ιδέα είναι αρκετή για να χτίσει κανείς τον δικό του κολοσσό. Μάλιστα, η φαντασία, η επιμονή αλλά και το φλερτ με το ρίσκο είναι το Α και το Ω για να πάει κανείς μπροστά. Η πορεία προς την επιτυχία ωστόσο αποδεικνύεται πως είναι κάθε άλλο παρά ρόδινη. Τα εμπόδια και οι παγίδες, όπως οι ίδιοι υπογραμμίζουν, είναι πολλά και συνήθως εμφανίζονται ακόμη κι όταν κανείς δεν τα περιμένει. Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή, μόνο το ένστικτο δεν αρκεί αλλά, όπως λένε, χρειάζεται ψυχραιμία, σωστός προγραμματισμός και προσεκτικές κινήσεις για να περάσουν τον εκάστοτε μικρό ή μεγάλο σκόπελο.

Από το χωράφι στις ηλεκτρονικές μπίζνες

    Πριν από οκτώ χρόνια ο αγρότης από την Ημαθία κ. Θόδωρος Ντόντης είδε ότι οι καλλιέργειες σε ροδάκινα και μήλα δεν είχαν μέλλον. «Οι αγροτικές δουλειές μέρα με τη μέρα έφθιναν. Γι΄ αυτό τον λόγο έπρεπε να βρω κάτι άλλο για να συμπληρώσω το εισόδημα», δηλώνει. Έχοντας στα χέρια την πρώτη ύλη αλλά και δεκάδες συνταγές για μαρμελάδες και γλυκά του κουταλιού από τη γιαγιά του, αποφάσισε να ανοίξει ένα κατάστημα, το οποίο θα πουλούσε αυτά τα προϊόντα. «Όμως ο κόσμος της Νάουσας γνώριζε και τα έφτιαχνε στο σπίτι του. Το γεγονός λοιπόν ότι δεν μπορούσαν να απορροφηθούν στην τοπική κοινωνία, μας έκανε να σκεφτούμε άλλους τρόπους».

    Έτσι, το 2004 δημιουργείται το ηλεκτρονικό κατάστημα με τα παραδοσιακά προϊόντα. Στα διαδικτυακά ράφια του μπορεί κανείς πλέον να βρει εκτός από μαρμελάδες και γλυκά του κουταλιού, χειροποίητα ζυμαρικά και χυλοπίτες, ντιπ ορεκτικά, με πιπεριά και ντομάτα, ακόμη και μπομπονιέρες. «Το Ίντερνετ μας βοήθησε να γίνει το εργαστήριο γνωστό. Η πλειονότητα των πελατών μας είναι Αθηναίοι και κάτοικοι των νησιών», λέει ο κ. Ντόντης. Όταν πρωτοξεκίνησε η επιχείρηση «Η συνταγή της γιαγιάς» τα άτομα που απασχολούνταν ήταν μόλις δύο. Σήμερα, το προσωπικό φτάνει τα πέντε άτομα κι όταν οι δουλειές το απαιτούν, ακόμη και οκτώ. Μάλιστα δύο χρόνια μετά το πρώτο ιντερνετικό εγχείρημα, ήρθε και δεύτερο κατάστημα στο Διαδίκτυο, αυτή τη φορά όμως με βιολογικά προϊόντα.

    Η μεγαλύτερη δυσκολία, όπως δηλώνει ο επιχειρηματίας, ήταν οικονομικής φύσεως. «Πέρασε τουλάχιστον μία πενταετία για να πούμε ότι βγάλαμε κάποιο κέρδος και προχωράμε καλά. Κι αυτό γιατί οι κάτοικοι της περιοχής μας τα τυποποιημένα προϊόντα που εμείς πουλούσαμε, αυτοί τα έφτιαχναν στο σπίτι. Πράγμα που σημαίνει ότι η οικονομική μας ενίσχυση θα ερχόταν εκτός των συνόρων της Ημαθίας». Δεν ήταν μόνο αυτή η μόνη δυσκολία. «Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής και το Ίντερνετ ήταν άγνωστες λέξεις. Χρειάστηκε να κάνω σεμινάρια, ακόμη και να διαβάσω για να μπορέσω να αντεπεξέλθω στις νέες απαιτήσεις της δουλειάς. Τώρα όμως, η ιδέα αποδίδει. Πάμε καλά», λέει ο κ. Ντόντης.



Τα 12 τετραγωνικά στο Κολωνάκι έγιναν διεθνής αλυσίδα

    Ξεκίνησε σαν μοντέλο μόδας το 1974, παίζοντας σε περίπου 110 διαφημιστικά σποτ και παίρνοντας μέρος σε επιδείξεις μεγάλων Ελλήνων σχεδιαστών. Το όνομα του κ. Αλέξη Ανδριώτη έχει συνδεθεί με τη μόδα, όχι όμως τόσο λόγω της πορείας του ως μοντέλου, αλλά λόγω της επιχειρηματικής του δραστηριότητας στον συγκεκριμένο χώρο. Παρά τις σπουδές του στον τομέα της αεροναυπηγικής σε Κολέγιο της Αγγλίας, στόχος του πάντα ήταν η ενασχόλησή του με το εμπόριο.

    «Το 1982 μπήκα στον χώρο του εμπορίου, ανοίγοντας ένα μικρό κατάστημα με ρούχα στο Κολωνάκι με την επωνυμία "Αndriotti". Το μαγαζί μάλιστα ήταν τόσο μικρό, που δεν ξεπερνούσε τα 12 τετραγωνικά μέτρα και δίπλα είχα μία αποθήκη περίπου ίδιων τετραγωνικών», λέει στα «ΝΕΑ» ο κ. Ανδριώτης. Δύο χρόνια αργότερα αρχίζει να σχεδιάζει μόνος του κάποιες επώνυμες συλλογές. «Μου άρεσε και δημιουργούσα. Φαίνεται ότι είχα το ταλέντο που χρειαζόταν για να αγαπήσουν εκείνη την εποχή οι γυναίκες τα ρούχα μου». Μάλιστα, το πελατολόγιό του μεγάλωσε ακόμη περισσότερο, όταν τα ρούχα του έγιναν γνωστά μέσα από επιδείξεις μόδας στη Νότια Αφρική και τη Γερμανία.

    Η στροφή. Η μετάβαση στο κόσμημα ήταν απλή υπόθεση, όπως επισημαίνει ο κ. Ανδριώτης. Το 2000, η σύζυγός του κ. Ιφιγένεια Σκουλαρίκη, η οποία είναι και η πρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος της εταιρείας, είχε την ιδέα να μπουν και στον κόσμο του κοσμήματος και του αξεσουάρ. «Τα καταστήματα με τη μορφή που έχουν σήμερα ξεκίνησαν τον Δεκέμβριο του 2000 και μέσα σε 18 μήνες τα Αlexi Αndiotti έγιναν 18. Το κόσμημα μέχρι πριν από κάποια χρόνια ήταν απαγορευτικό για πολλές γυναίκες.

    Η στροφή. Η μετάβαση στο κόσμημα ήταν απλή υπόθεση, όπως επισημαίνει ο κ. Ανδριώτης. Το 2000, η σύζυγός του κ. Ιφιγένεια Σκουλαρίκη, η οποία είναι και η πρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος της εταιρείας, είχε την ιδέα να μπουν και στον κόσμο του κοσμήματος και του αξεσουάρ. «Τα καταστήματα με τη μορφή που έχουν σήμερα ξεκίνησαν τον Δεκέμβριο του 2000 και μέσα σε 18 μήνες τα Αlexi Αndiotti έγιναν 18. Το κόσμημα μέχρι πριν από κάποια χρόνια ήταν απαγορευτικό για πολλές γυναίκες.

    Αυτό που καταφέραμε είναι να το κάνουμε προσιτό στο ευρύ κοινό. Γι΄ αυτό και μας έχουν δείξει τέτοια εμπιστοσύνη. Άλλωστε δημιουργούμε μόδα». Σήμερα τα σημεία πώλησης των γυναικείων αξεσουάρ Αndriotti έχουν φτάσει τα 76 σε Ελλάδα και εξωτερικό ενώ υπάρχει κατάστημα ακόμη και στο Ντουμπάι. «Μέσα στον Σεπτέμβριο ανοίγουμε δύο καταστήματα στο Μαϊάμι και επίσης ανοίγουμε το έβδομο κατάστημα στην Τουρκία». Ο δρόμος, όπως λέει ο κ. Ανδριώτης, δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Άλλωστε, όπως τονίζει, καμία δουλειά δεν είναι εύκολη. «Θέλει να έχεις μυαλό και όρεξη για να ασχοληθείς με κάτι που σου αρέσει. Η εργατικότητα, η τιμιότητα και η διορατικότητα είναι τα βασικά συστατικά για την επιτυχία».



«Μηχανή» εξαγωγών με «καύσιμο» το ελληνικό λάδι

    Μία τυχαία συνάντηση με μία Αγγλίδα ειδικό στα τρόφιμα ήταν αρκετή για να γεννηθεί η ιδέα για την ίδρυση της εταιρείας «Γαία» το 1995, μιας επιχείρησης που κατάφερε να κάνει γνωστά τα ελληνικά παραδοσιακά προϊόντα στο εξωτερικό. «Η ειδικός μού είπε "έχετε καταπληκτικά προϊόντα, τα οποία δυστυχώς δεν τα βρίσκουμε στα ράφια των βρετανικών σούπερ μάρκετ". Αυτό ήταν αρκετό για να αρχίσω να ψάχνω εάν μία τέτοια επιχειρηματική κίνηση θα είχε μέλλον», τονίζει ο κ Άρης Κεφαλογιάννης, εμπνευστής και ιδρυτής της εταιρείας «Γαία». Για τη δημιουργία της όμως χρειάστηκε τη βοήθεια φίλων αλλά και διάφορων μετόχων, οι οποίοι με τις επενδύσεις τους έκαναν πραγματικότητα την ιδέα του κ. Κεφαλογιάννη. Ελαιόλαδο, ελιές, σάλτσες και ντιπ με άρωμα ελληνικό είναι τα προϊόντα που εξάγει η «Γαία». Αγγλία, Γερμανία, Νορβηγία, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής αλλά και Ρωσία είναι οι χώρες στις οποίες εξάγονται τα προϊόντα της. «Αυτό που από την αρχή θέλαμε να πετύχουμε είναι να διαδώσουμε την ελληνική διατροφή και κουλτούρα και σε άλλες περιοχές εκτός των συνόρων μας».

    Τα βραβεία. Μάλιστα, πριν από τρία χρόνια, το λάδι της επιχείρησης βραβεύτηκε από γερμανική εταιρεία ερευνών ως το καλύτερο ποιοτικά ανάμεσα σε 28 φίρμες. Αυτή τη στιγμή, στη γερμανική αγορά η «Γαία» είναι η νούμερο 3 εταιρεία στις πωλήσεις ελαιολάδου ενώ στην Αγγλία κατέχει την τρίτη θέση στις πωλήσεις ελιάς. Και οι διακρίσεις δεν σταματούν εδώ. «Το 2007 το θέμα των βραβείων Όσκαρ ήταν η υγιεινή διατροφή. Γι΄ αυτό τον λόγο οι διοργανωτές μοίρασαν στους καλεσμένους της βραδιάς μπουκάλια με ελαιόλαδο της εταιρείας μας», σημειώνει ο κ. Κεφαλογιάννης. Τα κέρδη την πρώτη χρονιά που άρχισε να λειτουργεί η επιχείρηση ήταν 200.000 ευρώ, ενώ πέρυσι ο τζίρος έφτασε τα 10 εκατομμύρια ευρώ. «Απασχολούνται αισίως στα γραφεία της εταιρείας και το εργοστάσιο που βρίσκεται στο Αγρίνιο 52 υπάλληλοι». Ωστόσο, ο δρόμος δεν ήταν από την αρχή στρωμένος με ροδοπέταλα. «Όσο καλά και να τα μελετήσεις όταν αρχίζεις από το μηδέν, θα πρέπει να έχεις τα μάτια σου δεκατέσσερα. Ο ανταγωνισμός- θεμιτός και αθέμιτος- από άλλες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον χώρο ήταν το μεγαλύτερο εμπόδιο».



Από το μαγαζί του Ζαΐρ στη Νέα Ερυθραία

    Η ιστορία των ζαχαροπλαστείων «Despina» και του πασίγνωστου πια μιλφέιγ αρχίζει από το Ζαΐρ. «Εκεί όπου ο σύζυγός μου Νικόλαος είχε τη θυγατρική εταιρεία με τα μπισκότα "Ρούλια", παράρτημα του εργοστασίου στα Οινόφυτα», λέει στα «ΝΕΑ» η κ. Δέσποινα Ρούλια. Κι ενώ υπήρχε η οικογενειακή επιχείρηση με τα μπισκότα, εκείνη θέλησε να κάνει κάτι διαφορετικό. «Άνοιξα το πρώτο κατάστημα "Despina" στο Ζαΐρ. Δεν ήταν καθόλου εύκολο, αλλά διαπίστωσα πολύ γρήγορα ότι το μιλφέιγ που ήταν δική μου συνταγή αγαπήθηκε όχι μόνο από τους Έλληνες που βρίσκονταν στην περιοχή, αλλά και από τους ντόπιους». Οι πόρτες του καταστήματος έμειναν ανοιχτές για 15 ολόκληρα χρόνια, όταν η οικογένεια της κ. Ρούλια πήρε τον δρόμο της επιστροφής στην Ελλάδα. «Όταν πρωτοήρθαμε στην Αθήνα και για τέσσερα χρόνια δεν ασχολήθηκα με κάτι, καμία επιχειρηματική δραστηριότητα. Δεν άντεξα όμως για πολύ στην... αδράνεια. Όλο αυτό το διάστημα είδα ότι το μιλφέιγ μου, που είχε δοκιμάσει το Ζαΐρ, δεν υπήρχε εδώ κι έτσι αποφάσισα να ανοίξω και στη χώρα μου κατάστημα "Despina"», δηλώνει. Έτσι, το 1987 οι πελάτες μαθαίνουν το μιλφέιγ της κ. Δέσποινας από το κατάστημα που άνοιξε στη Νέα Ερυθραία. «Η ζαχαροπλαστική ήταν και είναι ένα χόμπι. Δεν άνοιξα το ζαχαροπλαστείο για βιοποριστικούς λόγους, αλλά από την αγάπη μου για τα γλυκά. Γι΄ αυτό και ήθελα όλα να είναι προσεγμένα. Έκανα ταξίδια στο Βέλγιο για να μάθω τεχνικές και νέες γεύσεις». Στον χρόνο πάνω, τα κουτιά με την επωνυμία «Despina» μπήκαν σε όλα τα σαλόνια της Αθήνας. Θυμάται μάλιστα ότι υπήρχαν κυρίες που αγόραζαν το περίφημο μιλφέιγ της για να το στείλουν στην Αγγλία όπου σπούδαζαν τα παιδιά τους.

    Απόσβεση έπειτα από 10 χρόνια. «Κάθε αρχή όμως είναι και δύσκολη. Υπήρχαν ανταγωνιστές που δεν έβλεπαν με καλό μάτι την είσοδό μου στον χώρο. Παράλληλα όμως τα οικονομικά ήταν ένα μεγάλο πρόβλημα: Το πρώτο αυτό διάστημα ξόδεψα περίπου 70 εκατομμύρια δραχμές και η απόσβεση έγινε έπειτα από 10 χρόνια». Σειρά είχαν το κατάστημα στο Ψυχικό, τη Γλυφάδα, το Κολωνάκι, την Αγία Παρασκευή. Σήμερα, τα ζαχαροπλαστεία «Despina» έχουν φτάσει τα εννέα, καθένα από τα οποία απασχολεί περίπου 10 άτομα προσωπικό ενώ στο εργοστάσιο εργάζονται άλλοι 70. Και παρ΄ όλο που έχει παραδώσει τα τελευταία χρόνια τα ηνία της επιχείρησης στα τρία της παιδιάΓιώργο, Τέττα και Λουκά -, παραμένει πάντα ενεργή επιχειρηματικά. «Προσπαθώ μάλιστα κάθε Κυριακή να βρίσκομαι σε κάποιο κατάστημα και να συνομιλώ με τους πελάτες».

ΤΑ ΝΕΑ, Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2008


επιστροφή