| ||||||||||||
«Τα γαλλικά κρασιά είναι μεγάλα, αλλά ο μύθος τους είναι μεγαλύτερος. Όπως γίνεται και με τους πίνακες ζωγραφικής» «Οι Έλληνες παραγωγοί είναι σαν τους ανώνυμους καλούς ζωγράφους» Ο Ευάγγελος Γεροβασιλείου ξεχωρίζει ψέματα και αλήθειες για το κρασί ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΣΤΑΥΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
Τις πρώτες καλές κουβέντες τις είχα ακούσει από τον Μπουτάρη. Και είχα παραξενευτεί. Συνηθισμένος από τους πολιτικούς αλλά και τους δημοσιογράφους που δεν λένε καλό λόγο για κανέναν, οι έπαινοι του κυρ Γιάννη με είχαν ξαφνιάσει. Με τον καιρό κατάλαβα ότι οι κρασάδες της Ελλάδας είναι σαν τους μαθητές του Χριστού (πριν από την προδοσία).
Αγαπιούνται και παλεύουν μαζί για τη μεγάλη ιδέα. Το ελληνικό κρασί.
Τον κ. Γεροβασιλείου τον επισκέφθηκα στην Επανομή, στην κορφή ενός μικρού λόφου που έβλεπε στη θάλασσα. Οι εργάτες ήταν ακόμη στο αμπέλι. «Ο τεμπέλης δεν είχε ποτέ καλό κρασί στην Ελλάδα. Το αμπέλι θέλει δουλειά», είχε αρχίσει να μονολογεί. Μύριζα βότανα και κρασί. Νέες δεξαμενές, νέες εγκαταστάσεις και ένα μουσείο που ετοιμάζεται να ανοίξει τις πόρτες του. «Μία συμβουλή μου έδωσε ο πατέρας μου αλλά δεν την κράτησα, "να μη χρωστάς ποτέ σε τράπεζες", λόγω δουλειάς δεν τα κατάφερα», μου είπε κάποια στιγμή συνεχίζοντας να χαμογελά Πώς μεγαλώσατε; Εδώ, ανάμεσα σε αγρότες, δεν ήμουν εξαίρεση. Μετά το σχολείο πηγαίναμε στα χωράφια. Όταν λέτε «στα χωράφια»; Μαζεύαμε βαμβάκι, κορφολογούσαμε το αμπέλι, τσαπάραμε, αρμέγαμε τις κατσίκες και πάντα στο σπίτι είχαμε κότες και ένα γουρούνι για τα Χριστούγεννα. Φτωχοί οι γονείς σας; Φτωχοί, πολύ. Ο πατέρας μου ήταν ορφανός. Η μάνα μου ήταν πρώτη στο σχολείο, αλλά δεν συνέχισε γιατί πήγε εργάτρια και ο πατέρας μου ήταν ο πρώτος στο δρεπάνι, στο θέρος. Συμβιβάστηκαν και παντρεύτηκαν Τι όνειρα είχαν για σας οι γονείς σας; Εδώ μεγαλώναμε με μια κατάρα, να μη γίνουμε γεωργοί. Μας έλεγαν «μάθετε γράμματα, να γλιτώσετε». Παρ΄ όλα αυτά, όταν ο μεγάλος μου αδελφός πέρασε χημικός, ο πατέρας μου είπε «να μείνεις, έχουμε τα χωράφια, θα πάρουμε και μια κομπίνα». Κομπίνα;
Κραιπάλες; Ξενυχτούσαμε, παίζαμε χαρτιά, 66 και μπουρλότο. Μέναμε στο διαμέρισμα έξι άτομα για να μοιραζόμαστε τα έξοδα, αλλά ήταν ωραία. Κρασί κάνατε στο χωριό; Όλοι έκαναν κρασί εδώ. Ο πατέρας μου έπινε ενάμισι λίτρο την ημέρα. Πατατράδα, από κόκκινα σταφύλια και μπρούσκο. Καλό κρασί; Καλό, έτσι τουλάχιστον έλεγαν. Μερικές χρονιές βέβαια, προς το τέλος του καλοκαιριού τούς ξίνιζε. Άρχιζα να το ψάχνω και βρήκα κάποιον χημικό στη Θεσσαλονίκη. Πήγα, φοιτητής ήμουν, και μου έδωσε κάτι σκόνες. Του λέω, «τι είναι αυτά;». Μου απαντά, «αυτά είναι μυστικά, δεν σου τα λέω. Ξέρεις πόσα χρόνια έκανα να τα μάθω;». Σας εξιτάρισε αυτή η μυστικοπάθεια; Ναι και ρωτώντας έμαθα ότι υπάρχει επιστήμη Οινολογίας στο Μπορντό. Μόλις τελείωσα τη Γεωπονία, πήγα κατευθείαν στο Μπορντό για να σπουδάσω. Εκεί ένας καθηγητής, ο μεγαλύτερος δοκιμαστής, ο Εμίλ Πεϊνό, μου λέει, «βρε Έλληνα, εγώ πάω στην Ελλάδα σε ένα σατό του Καρρά, ως σύμβουλος. Θέλεις να έρθεις να δουλέψεις εκεί;». Έχω ακούσει ότι ο Καρράς ήταν πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα. Μεγάλη φυσιογνωμία, ανέλαβε τα έξοδα των σπουδών μου τα οποία, παρακαλώ, το 1976 για έναν χρόνο στη Γαλλία ήταν 50.000 δρχ., 150 ευρώ δηλαδή. Ο κυρ Γιάννης, ενώ είχε πει ότι θα τα κρατήσει από τον μισθό μου, μου τα χάρισε. Και πώς από τον Καρρά βρεθήκατε με το δικό σας κτήμα; Είχα κι εγώ ένα μεράκι. Δεν ήθελα να γεράσω υπάλληλος. Πείθω τον πατέρα μου να πάρουμε κάτι γειτονικά κτήματα συγγενών και το 1981 βάζω 40 στρέμματα αμπέλι. Συγχρόνως, δουλεύω και στον Καρρά και κάθε μέρα και τα Σάββατα πηγαινοέρχομαι Επανομή- Χαλκιδική. Σχόλαγα στις 4.00, έκανα 110 χιλιόμετρα και βρισκόμουν στο κτήμα. Το αμπέλι, το τσάπιζε το πρωί η μάνα μου κι εγώ το απόγευμα. Αυτό γινόταν 10- 12 χρόνια. Ποιο ήταν το πρώτο κρασί σας; Το πρώτο κρασί το ονόμασα Μποσολέιγ, δηλαδή ηλιόλουστη, όπως είναι εδώ η περιοχή. Ήταν ώριμη η εποχή για καινούργια κρασιά, ήδη είχαν βγει ο Χατζημιχάλης, ο Αθανασιάδης. Και το «Γεροβασιλείου» πώς προέκυψε; Ξαφνικά, ύστερα από έξι χρόνια βλέπω στον Βασιλόπουλο ένα γαλλικό κρασί με το όνομα Μποσολέιγ. Διότι Μποσολέιγ είναι ένα χωριό στη Νότια Γαλλία. Τρελαίνομαι και έπρεπε σύντομα να βρω νέο όνομα. Έτσι προέκυψε το Γεροβασιλείου. Τελικά, αυτό ήταν και ένα μάθημα. Το αμπαλάζ και η συσκευασία, μπορεί να προσελκύουν το μάτι, αλλά αυτό που καταξιώνει ένα προϊόν είναι η ποιότητα. Γιατί ποιος πίστευε ότι ένα τέτοιο όνομα μπορεί να μπει σε ένα καλό μπουκάλι κρασί; Όλοι έψαχναν ονόματα ποιητικά. Όπως «Βιβλία Χώρα»; Αυτή δεν είναι μόνο δική μου προσπάθεια. Το βγάζω μαζί με τον κουμπάρο μου, τον Βασίλη Τσακτσαρλή. Αγοράσαμε κτήματα στο Παγγαίο, στο Κοκκινοχώρι Καβάλας και φτιάξαμε ένα πανέμορφο κτήμα με 300 στρέμματα βιολογικών αμπελώνων. Γιατί όμως να φύγετε από την Επανομή,όπου έχετε το οινοποιείο, και να πάτε στο Παγγαίο; Γιατί εδώ η αξία της γης αυξήθηκε ραγδαία και δεν μπορώ να αγοράσω νέα κτήματα. Έχει γίνει πια προάστιο της Θεσσαλονίκης η περιοχή. Τώρα δοκιμάζουμε την τύχη μας και στη Νότια Αφρική. Κάνουμε ένα κρασί που λέγεται Εscapades, από το escape που σημαίνει απόδραση. Αποδράσαμε εκτός Ελλάδος. Ποιο είναι το όνειρο ενός οινολόγου;Νέες ετικέτες,εξαγωγές, κέρδη; Καλύτερο κρασί. Κάθε χρονιά και λίγο καλύτερο κρασί. Ένα καλό κρασί έχει πάντοτε περιθώρια βελτίωσης; Ένας οινολόγος διορθώνεται εφ΄ όρου ζωής. Και δεν φθάνει ποτέ στο άριστο, αυτό έχω να σας πω έπειτα από 25 χρόνια στα αμπέλια. Ενώ νομίζεις ότι δεν κάνεις λάθη, την επόμενη χρονιά κάτι θα βρεις να διορθώσεις. Σαν σε σκαλοπάτια ανεβαίνουμε, αλλά δεν ξέρουμε πού είναι η κορυφή. Έχουμε καλό κρασί στην Ελλάδα; Τα τελευταία χρόνια έχουμε πολύ καλό κρασί. Η Ελλάδα συνδυάζει κάτι που λίγες χώρες το έχουν. Έχουμε πολλά μικροκλίματα. Έχουμε νησιωτική, πεδινή και ορεινή Ελλάδα. Κάθε περιοχή μπορεί να δώσει μεγάλη γκάμα κρασιών, ενώ για παράδειγμα στην Καλιφόρνια τα κλίματα είναι παρόμοια. Εδώ άλλο κρασί βγάζει η Σαντορίνη και άλλο η Πελοπόννησος. Ακόμη και από τη Μαντίνεια στη Νεμέα, το κλίμα αλλάζει. Στο εξωτερικό πάντως δεν έχουμε και πολύ καλό όνομα. Ναι, γιατί για χρόνια φροντίζαμε να δείχνουμε τον κακό εαυτό μας. Από τις εξαγωγές μέχρι το φθηνό χύμα κρασί που σερβίραμε στον τουρίστα. Πάντως, τα τελευταία χρόνια το όνομα του ελληνικού κρασιού βελτιώνεται, αλλά ακόμη έχουμε πολύ δρόμο. Σε πολλές περιοχές ακόμη λένε «βγάζουμε φοβερό κρασί» και σου δίνουν να πιεις κάτι πολύ μέτριο. Ναι, γιατί το καλό κρασί δεν χρειάζεται μόνο μεράκι. Χρειάζεται επιστήμη, τεχνολογία και προπαντός ικανό οινολόγο. Γι΄ αυτό βλέπουμε ότι στην ίδια περιοχή ένας παραγωγός κάνει εξαιρετικό κρασί και ο άλλος δεν κάνει. Όλοι έχουν μπογιές και ένα κανναβάτσο, αλλά όλα τα έργα δεν έχουν την ίδια αξία. Τι είναι όμως αυτό που κάνει το «καλό κρασί»; Το κρασί είναι φυσικό βιολογικό προϊόν και δεν προσθέτεις τίποτα τεχνικό. Ό,τι σου δώσει η φύση. Αν μπορείς να μη χάσεις τίποτα το θετικό και αν είναι δυνατόν να αποβάλεις τα αρνητικά, τότε έχεις πετύχει το άριστο. Είναι ακριβό το ελληνικό κρασί; Δεν νομίζω. Ένα καλό κρασί στην Ιταλία μπορεί να φτάσει τα 100- 150 ευρώ. Στη Γαλλία μπορεί να φθάσει τα 300 ή τα 500 ευρώ. Στην Ελλάδα δεν ξέρω κανένα κρασί πάνω από 25 ευρώ. Το ελληνικό κρασί θα ακριβύνει όταν θα είναι σε έλλειψη και όταν πολλαπλασιαστεί η φήμη του. Στην Ελλάδα πόσοι κάνουν καλό κρασί; Θα έλεγα ότι είμαστε πάνω από 20. Ένα καλό γαλλικό κρασί των 100 ευρώ,είναι τέσσερις φορές καλύτερο από ένα καλό ελληνικό κρασί των 25 ευρώ;
Η αγορά έχει κατακλυστεί από σχετικά φθηνά κρασιά από την Αμερική, την Αυστραλία... Ναι, γιατί στην Αυστραλία πλέον το αμπέλι καλλιεργείται όπως το σιτάρι, με μηχανές. Τεράστιες εκτάσεις που ψεκάζονται με ελικόπτερα. Η Ρenfolds, ένα οινοποιείο στην Αυστραλία, παράγει 4 φορές το κρασί της Ελλάδας. Έχουν τεράστιες δεξαμενές, όπως τα διυλιστήρια. Η Χιλή το ίδιο. Η Νότιος Αφρική το ίδιο. Πού πάμε λοιπόν εμείς με τις μικρές διάσπαρτες παραγωγές; Πάντα δεν θα είμαστε μη ανταγωνιστικοί; Σε γνωστές ποικιλίες όπως είναι το καμπερνέ, το μερλό, θα είμαστε πάντα μη ανταγωνιστικοί, επειδή το κόστος στην Ελλάδα είναι πολύ ψηλό. Μπορούμε να τους ανταγωνιστούμε όμως σε κάτι που είμαστε μοναδικοί και αυτό είναι οι ελληνικές ποικιλίες. Πρέπει να πειραματιστούμε σε ποικιλίες που δεν υπάρχουν έξω, να τις βελτιώσουμε και να τις διαφημίσουμε. Αυτό μόνο θα μας επιτρέψει να επιβιώσουμε. Σήμερα τι θέση κατέχουμε στην παγκόσμια αγορά του κρασιού; Η Ελλάδα παράγει το 1,5% ή 1,6% της παγκόσμιας παραγωγής. Αυτό είναι και θετικό για μας, γιατί δεν μας θεωρούν επικίνδυνους. Και να εξελιχθούμε, δεν θα τους αγγίξουμε. Οπότε, έχουμε περιθώριο ανάπτυξης. Ένας μύθος λέειότι οι Γάλλοι αγοράζουν ελληνικά κρασιά και τα εμφιαλώνουν. Ισχύει; Αυτό γινόταν κατά κόρον πριν από πολλά χρόνια. Το κρητικό κρασί, επειδή ήταν υψηλών βαθμών, πήγαινε στη Νότια Γαλλία όπου τα κρασιά δεν είχαν αλκοολικό βαθμό. Τώρα πια, μάλλον βρίσκουν φθηνό κρασί από χώρες όπως η Χιλή για να κάνουν τα μείγματά τους. Συνεχίζουμε να εξάγουμε πάντως γλυκό κρασί.
Ποιο είναι το πιο σημαντικό απόκτημα του μουσείου σας; Το πιο παλιό είναι οι αμφορείς, που είναι προ Χριστού. Είναι από ένα ναυάγιο που βρέθηκε εδώ στην Επανομή και τα βρήκαν κάποιοι φίλοι, βουτηχτές ψαράδες. Τα δηλώσαμε, ύστερα από μια φοβερή διαδικασία. Είχαμε φτάσει στο σημείο να τα σπάσουμε, γιατί κινδυνεύαμε να πάμε φυλακή. Έχουμε και το πρώτο πατητήρι από μυλόπετρα, χειροκίνητο, του 1818. Τα πρώτα μπουκάλια του 17ου αι. σε σχήμα κρεμμυδιού. Όλα αγορασμένα από το εξωτερικό; Τα περισσότερα, αν και αυτό που με χαροποιεί περισσότερο είναι ότι μπορέσαμε και σώσαμε ορισμένα πράγματα από το χωριό μας. Η αστικοποίηση τα έπαιρνε σβάρνα. Τα βγάλαμε από τα φορτηγά και τα μπάζα. Ποιοι επισκέπτονται το μουσείο; Πολλά σχολεία, δημοτικά κυρίως. Κάθε χρόνο έχουμε περίπου 4.000 επισκέπτες από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Τους πάμε και βλέπουν και το αμπέλι. Δεν ξέρουν ότι υπάρχει λευκό σταφύλι, κόκκινο σταφύλι. Τους βάζουμε και το σαράκι του οινοπαραγωγού. Στην Ελλάδα πλέον, η γεωργία η παραδοσιακή, το σιτάρι, το καλαμπόκι, το βαμβάκι, δεν έχει μέλλον. ΤΟ ΒΗΜΑ
Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2007 |