| ||||
ΣΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΘΕΣΕΙΣ Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΒΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
Οι ειδικοί απαντούν σε ερωτήματα και δίνουν οδηγίες για το τι πρέπει να προσέχουν οι καταναλωτές - Υπερδιπλάσιες οι τιμές από τα συμβατικά τρόφιμα
ΜΑΧΗ ΤΡΑΤΣΑ
Τρελές αγελάδες, διοξίνες, σαλμονέλα και άλλοι παθογόνοι μικροοργανισμοί σε ζωικά προϊόντα, υπολείμματα φυτοφαρμάκων και νιτρικά σε φρούτα και λαχανικά, γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα. Τα διατροφικά σκάνδαλα διαδέχονται το ένα το άλλο και οι καταναλωτές γίνονται κάθε φορά και πιο δύσπιστοι. Τόσο ώστε ακόμη και οι πιο ορθές αγροτικές πρακτικές, όπως είναι η βιολογική γεωργία και κτηνοτροφία, να τίθενται από τους καταναλωτές υπό αμφισβήτηση, τη στιγμή που σύμφωνα με τους επιστήμονες αποτελούν την πιο εγγυημένη λύση που έχουμε στα χέρια μας μέσα στο διατροφικό «χάος». Προ ημερών, σε ένα παιδικό πάρτι, βρέθηκα εν μέσω καταιγισμού ερωτήσεων από γονείς, οι οποίοι έδειχναν συγχυσμένοι και δήλωναν ότι πλέον δεν εμπιστεύονται ούτε τα βιολογικά για τη διατροφή των παιδιών τους. «Ποιος μου εγγυάται ότι τα βιολογικά τρόφιμα ελέγχονται, όταν τίποτε δεν ελέγχεται στην Ελλάδα;» έλεγαν. «Πώς γίνεται τα βιολογικά να μην έχουν φυτοφάρμακα και λιπάσματα, όταν στο διπλανό χωράφι ψεκάζουν με τους κουβάδες τα χημικά;». «Δεν υπάρχουν απατεώνες παραγωγοί βιολογικών, που να πουλάνε συμβατικά τρόφιμα για... οικολογικά;». «Γιατί να δίνω τα διπλάσια ή και περισσότερα χρήματα, όταν δεν έχω σοβαρές εγγυήσεις;». «Είναι τα βιολογικά πιο θρεπτικά από τα συμβατικά τρόφιμα;». Την αγωνία των γονέων καταγράφει και πρόσφατη έρευνα που πραγματοποιήθηκε από νοσηλευτές στην Παιδιατρική Κλινική του Γενικού Κρατικού Νίκαιας. Το 44,1% των γονέων δεν έχει πειστεί ότι τα βιολογικά τρόφιμα είναι πράγματι, όπως δηλώνουν οι παραγωγοί τους, απαλλαγμένα από χημικές ουσίες και δεν τα αγοράζουν. Ενδεικτικό της αποτυχημένης πολιτικής ενημέρωσης του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων αποτελεί το γεγονός ότι μόνο ένας στους τέσσερις τα βάζει στο τραπέζι του. Αλλωστε 8 στους 10 γονείς αποδέχονται τη χρήση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων όταν αυτή γίνεται με μέτρο! Οι τσιμπημένες τιμές δεν φαίνεται ότι τους απασχολούν ιδιαίτερα, παρ' ότι σε ορισμένα προϊόντα είναι υπερδιπλάσιες σε σύγκριση με τις τιμές των συμβατικών τροφίμων. Σήμερα στο «Βήμα» οι ειδικοί απαντούν στα ερωτήματα των γονέων, δίνουν οδηγίες για το τι πρέπει να προσέχουν οι καταναλωτές όταν αγοράζουν βιολογικά τρόφιμα και αναφέρουν 10 λόγους για τους οποίους πρέπει να αναπτυχθεί η βιολογική γεωργία στην Ελλάδα. Παζάρι με βιολογικά προϊόντα στην οδό Βαλτετσίου στην Αθήνα Το συνολικό ποσοστό που καταλαμβάνει η βιολογική γεωργία στην Ελλάδα, υπολογίζοντας καλλιέργειες και βοσκοτόπους, ανέρχεται σε 3,14%. Το ποσοστό αυτό διαφοροποιείται αν υπολογίσουμε μόνο τις εκτάσεις που καλλιεργούνται - δεν ξεπερνά το 2,63% και μας κατατάσσει στις τελευταίες θέσεις ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η βιολογική γεωργία δεν είναι πλέον μια πρακτική που εφαρμόζεται μόνο στις αναπτυγμένες χώρες. Είναι μια οικονομική πρακτική σε 120 χώρες που αντιπροσωπεύει: * Τριακόσια δέκα (310) εκατομμύρια στρέμματα πιστοποιημένων γεωργικών εκτάσεων και βοσκοτόπων (0,7 της παγκόσμιας καλλιεργούμενης γης και περίπου 4% της καλλιεργούμενης γης στην Ευρωπαϊκή Ενωση). * Εξακόσια είκοσι (620) εκατομμύρια στρέμματα πιστοποιημένων μη καλλιεργούμενων εδαφών (για συλλογή βλαστών μπαμπού, άγριων κερασιών, μανιταριών και ξηρών καρπών κ.ά.) και * Εμπόριο 40 δισ. δολαρίων (US) το 2006 (2% της αγοράς τροφίμων στις αναπτυγμένες χώρες). Η βιολογική γεωργία, σύμφωνα με τον επίκουρο καθηγητή Βιολογικής Γεωργίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Δ. Μπιλάλη, είναι «το πλέον ασφαλές σύστημα για την παραγωγή τροφίμων». Μάλιστα, στο παγκόσμιο συνέδριο για τη βιολογική γεωργία και την ήπια γεωργία χαμηλών εισροών που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Μάρτιο στη Γερμανία, ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα πολλών ερευνητικών εργασιών, που δείχνουν ότι τα βιολογικά προϊόντα έχουν μεγαλύτερη θρεπτική αξία σε σύγκριση με τα συμβατικά. Στα μήλα, για παράδειγμα, μετά τη μεταποίηση, φάνηκε ότι η συγκέντρωση σε ολικές φαινόλες και η αντιοξειδωτική ικανότητα είναι υψηλότερες στα βιολογικά σε σχέση με τα συμβατικά (ερευνητές Rembialkowska et al.). Αλλη εργασία (Hallman et al.) απέδειξε ότι σε πέντε διαφορετικές ποικιλίες τομάτας οι βιολογικές είχαν περισσότερα ωφέλιμα συστατικά, όπως φλαβονοειδή, βιταμίνη C και καροτινοειδή. Με δεδομένη τη διατροφική αξία τους, το ζητούμενο για τον καταναλωτή είναι αν το προϊόν που πωλείται ως βιολογικό είναι πράγματι απαλλαγμένο από χημικές ουσίες. Στην Ελλάδα κάθε χρόνο πρέπει να ελέγχονται όλα τα βιολογικά κτήματα και οι εμπορικές επιχειρήσεις βιολογικών προϊόντων σε μία προγραμματισμένη επίσκεψη και επιπλέον εκτάκτως τουλάχιστον το 5% αυτών. «Εμείς ελέγχουμε περίπου το 10%» υποστηρίζει ο διευθυντής Ανάπτυξης και Επικοινωνίας του οργανισμού πιστοποίησης «ΔΗΩ» κ. Κ. Παζαρακιώτης και τονίζει ότι η παραβατικότητα δεν ξεπερνά το 1%. «Από τις 12.000 με 13.000 επισκέψεις και αναλύσεις που πραγματοποιούμε τον χρόνο εντοπίζουμε περίπου 130 παραβάσεις». Οι μισές από αυτές προκύπτουν από εργαστηριακές αναλύσεις που δείχνουν υπολείμματα φυτοφαρμάκων και άλλων ουσιών. Οι κυρώσεις για τους παραβάτες ξεκινούν από μια απλή παρατήρηση ως την αποβολή τους από το σύστημα βιολογικής γεωργίας, όταν αποδεικνύεται σοβαρή και με δόλο παράβαση. Αν διαπιστωθεί τυχαία επιμόλυνση των προϊόντων, π.χ. από διπλανές συμβατικές καλλιέργειες, τότε τα ακατάλληλα προϊόντα αποσύρονται, αλλά δίδεται μία ακόμη ευκαιρία στον παραγωγό. Πάντως, αγκάθι παραμένει η έλλειψη προσωπικού και μέσων στον ελεγκτικό μηχανισμό ενώ δεν λείπουν και καταγγελίες, όπως αυτή του ΣΥΝ στη Βουλή, για «το φαινόμενο τής με ρουσφετολογικό τρόπο αθρόας ένταξης καλλιεργητών στα συστήματα παραγωγής βιολογικών προϊόντων, με κύριο σκοπό την είσπραξη των επιδοτήσεων». * Τι να προσέχουν οι καταναλωτές Ολα τα βιολογικά προϊόντα, ελληνικά και εισαγόμενα, φέρουν το σήμα του οργανισμού που τα πιστοποιεί και τον αριθμό πιστοποίησής τους - πραγματική εγγύηση για την αγνότητά τους. Προϊόντα που εμφανίζονται στην αγορά ως «οικολογικά», «υγιεινά», «ολικής αλέσεως» κτλ. δεν έχουν καμία σχέση με τα πιστοποιημένα βιολογικά προϊόντα και δεν εξασφαλίζουν καμία εγγύηση στον καταναλωτή. * Ακριβότερα τα βιολογικά Η αγορά των βιολογικών προϊόντων είναι μια νέα «καταναλωτική μόδα»; Προφανώς προέκυψε ως ανάγκη από την πληθώρα των διατροφικών σκανδάλων. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, εξ αυτού του λόγου η κατηγορία αυτή των προϊόντων απέκτησε σίγουρα νέα δυναμική. Το φαινόμενο αυτό γίνεται εμφανές τόσο στα ράφια και στα ψυγεία των σουπερμάρκετ, όπου καθημερινά αυξάνεται ο αριθμός τους, όσο και στα ιδιαιτέρου τύπου καταστήματα ή αλυσίδες καταστημάτων (μικρού μεγέθους ακόμη αλλά αναπτυσσόμενες εντυπωσιακά) που έχουν ήδη κάνει την εμφάνισή τους στην ελληνική αγορά. Αν και πρόκειται για μια «πολυδιασπασμένη» αγορά και ως εκ τούτου είναι δύσκολο να υπολογιστεί το μέγεθός της, με βάση τις ετήσιες πωλήσεις της πηγές της αγοράς εκτιμούν πως αυτές ίσως ξεπερνούν τα 100-120 εκατ. ευρώ. Δηλαδή δεν υπερβαίνουν το 1%-2% των συνολικών πωλήσεων τροφίμων. Πριν από μερικά χρόνια ένας από τους μεγαλύτερους λιανεμπόρους της ελληνικής αγοράς έλεγε πως οι τιμές αυτής της κατηγορίας των προϊόντων είναι υπερβολικά υψηλές. Και είχε δίκιο. Τα τελευταία χρόνια, αν και οι τιμές των βιολογικών προϊόντων δεν έπαψαν να είναι υψηλότερες των «συμβατικών», η διαφορά μεταξύ τους έχει μειωθεί. Πρόκειται ούτως ή άλλως για μια νέα αγορά, η οποία βρίσκεται ακόμη σε «πειραματικό» στάδιο. Οι καλλιεργούμενες εκτάσεις είναι εξαιρετικά περιορισμένες, η βιολογική κτηνοτροφία είναι ακόμη πιο περιορισμένη και το σημαντικότερο είναι πως οι έλληνες αγρότες και κτηνοτρόφοι δεν έχουν ακόμη πειστεί όχι τόσο για την αναγκαιότητα της παραγωγής αυτών των προϊόντων όσο ότι παράγοντάς τα μπορούν να κερδίζουν ένα ικανοποιητικό εισόδημα. Η δυναμική όμως που εμφανίζει προδιαγράφει για τα επόμενα χρόνια τις προοπτικές ανάπτυξης της αγοράς, που είναι εξαιρετικά σημαντικές. Και δεν αφορούν μόνο τα λαχανικά. Αφορούν ακόμη τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα φρούτα και το κρέας, καθώς και ορισμένα τυποποιημένα τρόφιμα. Τα περισσότερα βιολογικά προϊόντα είναι σήμερα ακριβότερα από τα συμβατικά. Αυτό είναι δεδομένο και δεν αφορά μόνο την ελληνική αγορά. Η εξήγηση, σύμφωνα με τους βιοκαλλιεργητές, είναι απλή: η παραγωγή τους απαιτεί ιδιαίτερη γνώση και προσωπική φροντίδα - π.χ. ατελείωτες κοπιαστικές ώρες εργασίας για την εκρίζωση των ζιζανίων, καθώς απαγορεύεται η χρήση χημικών ουσιών. Ακόμη οι βιοκαλλιέργειες έχουν μικρότερη απόδοση, καθώς δεν χρησιμοποιούνται λιπάσματα. Αν σε αυτά προστεθεί και η ανάγκη για ξεχωριστή διανομή από τα συμβατικά προϊόντα, ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος επιμόλυνσης, τότε το κόστος τους αυξάνεται σημαντικά. Ετσι οι καταναλωτές πληρώνουν υπερδιπλάσια χρήματα για να αγοράσουν 300 γραμμάρια βιολογικής φέτας: 4,90 ευρώ έναντι 1,95 ευρώ για αντίστοιχη ποσότητα συμβατικής φέτας. Ενα κιλό βιολογικό κοτόπουλο τιμάται 8 ευρώ το κιλό, όταν το συμβατικό ξεκινά από 3,50 ευρώ. Ντομάτες άνευ χημικών κοστίζουν από 2 ως 3,80 ευρώ το κιλό ανάλογα με τον παραγωγό και την ημέρα. Αντιστοίχως οι τιμές της συμβατικής ντομάτας στον μανάβη της γειτονιάς είναι γύρω στα 1,90 ευρώ το κιλό. Τα βιολογικά μακαρόνια «ετικέτας» γνωστού σουπερμάρκετ κοστίζουν 99 λεπτά, ενώ όταν πρόκειται για «βιο-μακαρόνια» συγκεκριμένης εταιρείας πωλούνται 1,40 ευρώ το πακέτο. Τα συμβατικά μακαρόνια ξεκινούν από περίπου 60 λεπτά. Στα ρεβίθια, τα συμβατικά κοστίζουν περίπου 1 ευρώ το πακέτο έναντι 1,80 ευρώ που κοστίζουν τα βιολογικά. Μικρή είναι η διαφορά στο φρέσκο γάλα - το βιολογικό κοστίζει 1,57 ευρώ το λίτρο, ενώ το συμβατικό ξεκινά από 1,40 ευρώ. Περίπου στις ίδιες τιμές κυμαίνονται βιολογικά και συμβατικά κορν φλέικς - περί τα 3,50 ευρώ το κουτί. Παρά τις τσιμπημένες τιμές, σε όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης - συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας - η μέση ετήσια κατανάλωση βιολογικών προϊόντων αυξάνεται κατά 10% τον χρόνο. Πάντως επιλέγοντας βιολογικά φρούτα και λαχανικά ο καταναλωτής αγοράζει περισσότερο προϊόν. Σε πολλά είδη, όπως είναι π.χ. οι φράουλες, τα συμβατικά περιέχουν 20%-30% περισσότερο νερό στη σύστασή τους, εξαιτίας της χρήσης φυτορμονών και άλλων ουσιών, οι οποίες απαιτούν πολύ νερό για να απορροφηθούν, με αποτέλεσμα να «αραιώνονται» οι θρεπτικές ουσίες. Δέκα λόγοι που η βιολογική γεωργία πρέπει να γίνει εθνική υπόθεση Η παραγωγή υγιεινών προϊόντων είναι ζητούμενο και πρόκληση για την εποχή μας. «Στην πρόκληση αυτή η Ελλάδα δεν πρέπει να μείνει παρατηρητής των γεγονότων αλλά δυναμικά να αναπτύξει τη βιολογική γεωργία η οποία πρέπει να αποτελέσει για την Ελλάδα εθνική υπόθεση» λέει ο κ. Μπιλάλης. Μάλιστα ο καθηγητής αναπτύσσει τους δέκα λόγους για το μεγάλο βήμα της Ελλάδας στη γεωργία: 1. Η βιολογική γεωργία μπορεί να διασφαλίσει μακροχρόνια παραγωγή των φυσικών πόρων, χωρίς τα προβλήματα που δημιουργεί η συμβατική γεωργία, όπως αλατότητα εδαφών, ερημοποίηση, μόλυνση υπόγειων υδάτων, εδαφών κτλ. 2. Η βιολογική γεωργία επειδή είναι κυρίως κίνημα, για τον άνθρωπο και το περιβάλλον, έχει ιδεολογικό υπόβαθρο και μπορεί να καλύψει ιδεολογικά τον αγροτικό χώρο ιδιαίτερα μετά την ατόνηση του συνεταιριστικού κινήματος. 3. Μπορεί να ευαισθητοποιήσει τους καταναλωτές στην επιλογή «καθαρών» προϊόντων - τροφίμων, γεγονός με ευρύτερη σημασία μια και ευαισθητοποιημένος καταναλωτής ίσον ευαισθητοποιημένος πολίτης. 4. Σαν σύστημα παραγωγής προωθεί τη χρήση τοπικών ποικιλιών και φυλών με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και συνεπώς τη διατήρησή τους. 5. Διασφαλίζει καλύτερες συνθήκες εργασίας για τους ίδιους τους παραγωγούς. 6. Σαν παραγωγικό σύστημα μπορεί να αντισταθεί στην είσοδο των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών στον αγροτικό χώρο. 7. Μπορεί να ευνοήσει την ανάπτυξη παράλληλων ενεργειών, όπως ο αγροτουρισμός. 8. Μπορεί να τονώσει ακόμη και «βιομηχανικά» γεωργικά προϊόντα που αντιμετωπίζουν σημαντικό πρόβλημα όπως το βαμβάκι. Για παράδειγμα, η γειτονική Τουρκία είναι πρώτη σε παραγωγή βιολογικού βαμβακιού σε αντίθεση με την Ελλάδα που, ενώ μπορεί να παράγει, απουσιάζει από τους σχετικούς πίνακες. 9. Μπορεί να συγκρατήσει τους πληθυσμούς σε μειονεκτικές-ορεινές περιοχές και λόγω της ευρείας διάδοσης που έχει κυρίως σε νέους αγρότες να δημιουργήσει μια νέα τάξη παραγωγών. 10. Μπορεί να αποτελέσει λύση για τους έλληνες αγρότες στα προβλήματα της σύγχρονης συμβατικής γεωργίας με το συνεχώς αυξανόμενο κόστος, λόγω αύξησης των εισροών και σταθερών ή και μειούμενων τιμών των προϊόντων τους. Το ΒΗΜΑ, 27/05/2007
|