| ||||
Περίπου στα τρία ευρώ που δαπανήσαμε το 2006 για βιομηχανικά αγαθά πήγαν σε εισαγόμενα προϊόντα
ΕΠΕΣΕ ΔΡΑΜΑΤΙΚΑ ΤΟ ΜΕΡΙΔΙΟ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΟΡΑ
Μόνο 0,8% αυξήθηκε πέρυσι η παραγωγή της και όχι 1,4%, όπως είχε ανακοινωθεί αρχικά από την ΕΣΥΕ
Το πρώτο δίμηνο του 2007 η εγχώρια παραγωγή των βασικών μεταλλουργικών προϊόντων υποχώρησε κατά 5,7% και των τελικών μεταλλικών προϊόντων συρρικνώθηκε κατά 10%. Μόνο ο επί μέρους τομέας της χαλυβουργίας συνεχίζει να προοδεύει ΜΕΡΙΔΙΟ που χάνεται επί ελληνικού εδάφους, συμφωνούν πολλοί βιομήχανοι, πολύ δύσκολα ανακτάται. Αν πιστέψει κανείς ορισμένους αναλυτές είναι ίσως ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί σε μια βιομηχανία. Αυτό ακριβώς συνέβη όμως στην ελληνική βιομηχανία το 2006, όπως αποδεικνύεται τώρα, παρά τις ορισμένες ενδείξεις ενδυνάμωσης του τομέα που προτιμούν να επισημαίνουν οι πλέον αισιόδοξοι. Ο βαθμός της εισαγωγικής διείσδυσης στην ελληνική αγορά βιομηχανικών αγαθών το 2006 αυξήθηκε, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, δραματικά. Περιλαμβανομένων των καυσίμων αυξήθηκε κατά 2,7 εκατοστιαίες μονάδες φθάνοντας στο εκπληκτικό 64,5% από 61,8% το 2005. Επίσης, εξαιρουμένων των καυσίμων αυξήθηκε κατά 2,3 εκατοστιαίες μονάδες: Εκτοξεύτηκε από το 60,7% στο 63%! Με άλλα λόγια, μπορεί να πει κανείς σχηματικά ότι από το σύνολο των βιομηχανικών αγαθών που καταναλώσαμε ως χώρα το 2006 μόλις το 35,5%, όσον αφορά την αξία τους, ήταν εγχωρίως παραγόμενα ή, πιο σωστά, κάτι λιγότερο από δύο στα τρία ευρώ που δαπανήσαμε το 2006 για βιομηχανικά αγαθά πήγαν σε εισαγόμενα προϊόντα! Η συρρίκνωση του μεριδίου της ελληνικής βιομηχανίας στην εγχώρια αγορά, ως αποτέλεσμα της μεγαλύτερης κατανάλωσης εισαγόμενων μεταποιημένων προϊόντων, ήταν λοιπόν σημαντικότατη. «Η σύνθεση της εγχώριας παραγωγής, ακριβώς λόγω της χαμηλής διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, δεν ανταποκρίνεται με επάρκεια στη σύνθεση της εγχώριας καταναλωτικής και επενδυτικής ζήτησης» τονίζουν με έμφαση στην Τράπεζα της Ελλάδος. Ακόμη και στον κλάδο των τροφίμων και των ποτών, όπου οι βιομηχανίες μπόρεσαν να αυξήσουν σημαντικά την παραγωγή τους το περασμένο έτος, ο λόγος της αξίας των εισαγωγών προς την αξία της φαινόμενης κατανάλωσης, η εισαγωγική διείσδυση δηλαδή, σημείωσε άνοδο φθάνοντας στο 33,8%. «Η περαιτέρω σοβαρή επιδείνωση του εμπορικού ελλείμματος της χώρας το πρώτο τρίμηνο του 2007 σημαίνει κατά πάσα πιθανότητα ότι το μερίδιο της ελληνικής βιομηχανίας στην ελληνική αγορά συνεχίζει να συρρικνώνεται» προσθέτει αρμόδιος αναλυτής. Ο ίδιος επισημαίνει παράλληλα ότι η καταγραφόμενη βελτίωση της εξαγωγικής επίδοσης της ελληνικής βιομηχανίας είναι μεν ενθαρρυντική, ενδεχομένως όμως, ως έναν βαθμό τουλάχιστον, συγκυριακή, ενώ η μείωση του μεριδίου της στην ελληνική αγορά τείνει να γίνει διαρκής. Τη μεγαλύτερη συμβολή στην αύξηση των βιομηχανικών εξαγωγών τον χρόνο που πέρασε είχε ο κλάδος των μεταλλουργικών και μεταλλικών προϊόντων, οι τιμές των οποίων, ως γνωστόν, εκτοξεύτηκαν. Ωστόσο τα οφέλη φαίνεται ότι είναι σε μεγάλο βαθμό συγκυριακά. Κατά το πρώτο δίμηνο του 2007 η εγχώρια παραγωγή των βασικών μεταλλουργικών προϊόντων υποχώρησε κατά 5,7% και των τελικών μεταλλικών προϊόντων συρρικνώθηκε κατά 10%. Μόνο ο επί μέρους τομέας της χαλυβουργίας συνεχίζει να προοδεύει. Σε μέσα επίπεδα, ως γνωστόν, ο όγκος της μεταποιητικής παραγωγής το δίμηνο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2007, σύμφωνα με την ΕΣΥΕ, παρουσιάζει άνοδο κατά 3,9% σε σχέση με την ίδια χρονική περίοδο του 2006, καθώς αρκετοί κλάδοι ευνοήθηκαν κυρίως από τις καλές καιρικές συνθήκες. Παράλληλα όμως παρουσιάζει μείωση κατά 7% σε σύγκριση με την ίδια χρονική περίοδο του 2000. Η τιμή του δείκτη διαμορφώθηκε στις 93 μονάδες με βάση τις 100 μονάδες το έτος 2000, έναντι 89,5 μονάδων το δίμηνο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2006. Επίσης, τον περασμένο Μάρτιο, παρ' όλο που, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, για τέταρτο κατά σειρά μήνα βελτιώθηκαν οι εκτιμήσεις για την πορεία της ζήτησης, δύο στις τρεις βιομηχανίες προέβλεψαν σταθερότητα. Η ΕΣΥΕ, αξίζει να σημειωθεί, πρόσφατα δημοσιοποίησε αθόρυβα νέα στοιχεία για την εξέλιξη του όγκου της ελληνικής μεταποιητικής παραγωγής το 2006. Με βάση τα προσωρινά στοιχεία που είχαν γίνει γνωστά τον περασμένο Φεβρουάριο η παραγωγή είχε αυξηθεί σε σχέση με το 2005 κατά 1,4%. Φευ, η αύξηση τελικώς, σύμφωνα με τα οριστικά στοιχεία, είναι μόλις 0,79%, δηλαδή σχεδόν τεσσερισήμισι φορές μικρότερη από το ΑΕΠ. Αλλά και σε ό,τι αφορά την εξέλιξη των καθαρών κερδών τα μαντάτα δεν είναι τόσο ευχάριστα, τουλάχιστον όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα 375 βιομηχανικών επιχειρήσεων μεγάλου και μεσαίου - για τα ελληνικά δεδομένα - μεγέθους με ελάχιστες πωλήσεις κάθε μία άνω των 3 εκατ. ευρώ, οι οποίες δημοσίευσαν ως τώρα ισολογισμό χρήσης 2006. Οι επιχειρήσεις αυτές, μολονότι αντιστοιχούν περίπου στο 1/5 του συνολικού αριθμού των βιομηχανικών επιχειρήσεων με πωλήσεις άνω των 3 εκατ. ευρώ, πραγματοποιούν περί το 75% του συνολικού τζίρου, καθώς σε αυτές περιλαμβάνεται η πλειονότητα των επιχειρήσεων μεγάλου μεγέθους. Περισσότερο ίσως από την αρνητική, καθώς φαίνεται, εξέλιξη των συνολικών βιομηχανικών καθαρών κερδών μετράει το γεγονός ότι εικόνα επιδείνωσης παρουσιάζει, με βάση τα ως τώρα διαθέσιμα στοιχεία, ένα πολύ σημαντικό ποσοστό των επιχειρήσεων. Το 47,5% παρουσιάζουν είτε μειωμένα κέρδη είτε αυξημένες ζημιές και αντιστροφή του αποτελέσματος από θετικό σε αρνητικό. Πόσο να «παρηγορεί» το γεγονός ότι το αντίστοιχο ποσοστό έναν χρόνο πριν ήταν 60%, όταν το 2004 ήταν 43%; Το ΒΗΜΑ, 06/05/2007
|