Τευχος 25



ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ 1 δισ. ευρώ ΣΤΗΝ ΠΡΑΣΙΝΗ ΑΓΟΡΑ

Η παραγωγή ρεύματος από αιολική ενέργεια και φωτοβολταϊκά συστήματα, τα βιοκαύσιμα και τα βιολογικά προϊόντα, στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος

ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΚΟΥΦΟΥ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΙΝΤΙΚΑΚΗΣ

Τι κοινό μπορεί να έχουν οι επενδύσεις σε ανεμογεννήτριες, σε μονάδες παραγωγής βιοντίζελ και στις καλλιέργειες βιολογικής τομάτας; Και οι τρεις αποτελούν μέρος της λεγόμενης πράσινης αγοράς, η οποία αναπτύσσεται διεθνώς με ταχύτατους ρυθμούς και υπόσχεται χρυσά κέρδη. Η Ελλάδα έχει ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει για να κλείσει την ψαλίδα που τη χωρίζει από τις άλλες ανεπτυγμένες χώρες. Ενδεικτικό είναι ωστόσο ότι το ενδιαφέρον για πράσινες επενδύσεις αυξάνεται διαρκώς, καθώς και τα στοιχεία για τις αποδόσεις που δίνουν, όπως προκύπτει από τις επενδύσεις που έχουν γίνει μέχρι τώρα:

* Ένα αιολικό πάρκο εγκατεστημένης ισχύος 10 μεγαβάτ, που πουλάει την ενέργεια που παράγει στη ΔΕΗ, μπορεί να αποδώσει στον επενδυτή του ετήσια κέρδη της τάξης των 300.000 ευρώ.

* Ένα κυβικό μέτρο βιοντίζελ που πωλείται προς 800 ευρώ στα διυλιστήρια αποφέρει στον ιδιώτη κέρδος της τάξης του 5% - 7%, που θεωρείται ιδιαίτερα ικανοποιητικό για την αγορά των καυσίμων.

* Στα βιολογικά προϊόντα δείγμα της μεγάλης ζήτησης που υπάρχει είναι ότι από το 2002 μέχρι σήμερα ο τζίρος της αγοράς έχει αυξηθεί κατά 35%. Δηλαδή από 18,5 εκατ. στις αρχές του 2000 σήμερα οι πωλήσεις βιολογικών προϊόντων ξεπερνούν τα 25 εκατ. ευρώ και συνεχώς αυξάνονται. Συνολικά οι μέχρι τώρα επενδύσεις στη μικρή αλλά πολλά υποσχόμενη αυτή πράσινη αγορά ξεπερνούν το 1 δισ. ευρώ, και στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος βρίσκονται η παραγωγή ρεύματος από αιολική ενέργεια και φωτοβολταϊκά συστήματα, τα βιοκαύσιμα και τα βιολογικά προϊόντα.


Ουρά μνηστήρων για την παραγωγή βιοκαυσίμων

Τουλάχιστον 250 εκατομμύρια ευρώ είναι το ύψος των επενδύσεων στις οποίες έχουν προχωρήσει οι 23 επιχειρήσεις που ετοιμάζονται να προχωρήσουν φέτος στην παραγωγή βιοκαυσίμων. Πρόκειται για εταιρείες, ακόμη και από τομείς που δεν έχουν καμία συγγένεια με την ενέργεια (από την ξυλεία και την κλωστοϋφαντουργία μέχρι και τον κλάδο της χαρτοποιίας), οι οποίες ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση του υπουργείου Ανάπτυξης για την κατανομή των 114.000 τόνων αφορολόγητου βιοντίζελ για το 2007.

Το ζωηρό επενδυτικό ενδιαφέρον δεν εξαντλείται στις 23 αυτές επιχειρήσεις που υπέβαλαν τις προσφορές τους στο υπουργείο, καθώς καλά πληροφορημένες πηγές ανεβάζουν σε πάνω από 80 τον συνολικό αριθμό των επενδυτών που έχει εκφράσει την πρόθεση να δημιουργήσει μονάδες παραγωγής βιοκαυσίμων, συνολικού δυναμικού 3 εκατομμυρίων τόνων.

Το ξαφνικό αυτό ενδιαφέρον για την αγορά βιοντίζελ ασφαλώς δεν είναι τυχαίο. «Η παραγωγή βιοντίζελ, σύμφωνα με επιχειρηματία που δραστηριοποιείται στον χώρο, κοστίζει γύρω στα 740 ευρώ το κυβικό, ενώ στα διυλιστήρια πωλείται προς 800 ευρώ το κυβικό. Προκύπτει δηλαδή ένα μεικτό κέρδος που ποικίλλει από 5% - 7%», σημειώνει ο κ. Μιχάλης Μαρουλάκης, επικεφαλής της Ελληνικά Βιοπετρέλαια, εκ των υποψηφίων για την κατανομή του φετινού βιοντίζελ. Πρόκειται για ποσοστό κέρδους που θεωρείται ιδιαίτερα ικανοποιητικό για την αγορά καυσίμων.
   
Γιάννης Ακκάς, διευθύνων σύμβουλος της Ελληνικής Υφαντουργίας, η οποία συμμετέχει με 25% στην εταιρεία Biodiesel με σκοπό τη δημιουργία εργοστασίου παραγωγής βιοντίζελ στο Καλοχώρι Θεσσαλονίκης

Πέραν των όσων ήδη παράγουν βιοντίζελ για να το πουλήσουν, υπάρχουν και βιομηχανίες που απλώς θέλουν να μειώσουν το κόστος παραγωγής τους. «Ήδη η Ελληνική Υφαντουργία συμμετέχει με 25% στην εταιρεία Biodiesel από κοινού με τα ΕΛΠΕ (25%), τον όμιλο της ΒΙΟΧΑΛΚΟ και την Επίλεκτο Κλωστοϋφαντουργία, με σκοπό τη δημιουργία εργοστασίου παραγωγής βιοντίζελ στο Καλοχώρι Θεσσαλονίκης στο τέλος του 2008», λέει στην «ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ» ο κ. Γιάννης Ακκάς, διευθύνων σύμβουλος του ομίλου.

Η Χαρτοποιία Θράκης αλλά και η Σέλμαν ετοιμάζονται να στήσουν μονάδες παραγωγής βιοκαυσίμων, τόσο για να το διαθέτουν στο εμπόριο όσο και για να καταναλώνουν φθηνότερα καύσιμα, η βιομηχανία ξυλείας Alfa Wood Πίνδος στα Γρεβενά σχεδιάζει μονάδα για τη συμπαραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ η εταιρεία Νιτσιάκος ετοιμάζει επένδυση στην παραγωγή ενέργειας από τα υπολείμματα των πτηνοτροφών. Όσο για την Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης, ο τομέας των βιοκαυσίμων αποτελεί διέξοδο στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η τευτλοκαλλιέργεια, στο πλαίσιο της νέας ΚΑΠ, αλλά και η ίδια η επιχείρηση. Έχει ήδη ληφθεί απόφαση για τη μετατροπή δύο ζαχαρουργείων, της Λάρισας και της Ξάνθης, σε εργοστάσια παραγωγής βιοαιθανόλης.


Τα οφέλη

Το κυριότερο στοιχείο που προσελκύει τους επενδυτές είναι ότι η πελατεία τους είναι εξασφαλισμένη, αφού όλη η ποσόστωση απορροφάται από τα διυλιστήρια. Το θεσμικό πλαίσιο τα υποχρεώνει να απορροφούν κάθε χρόνο και μέχρι το 2010 μέχρι μια συγκεκριμένη ποσότητα βιοκαυσίμων, και μάλιστα αφορολόγητα, ως ένα είδος υποχρεωτικού κινήτρου για να φτάσει η συμμετοχή τους στο 5,75% του ενεργειακού ισοζυγίου της Ε.Ε. Τα οφέλη δεν σταματούν εδώ, αφού οι μονάδες παραγωγής βιοκαυσίμων τυγχάνουν γενναίας επιδότησης από τον αναπτυξιακό νόμο και το Γ' ΚΠΣ, κατά 35%-40%. Μετά την απόσβεση μιας επένδυσης (σε 8-10 χρόνια κατά μέσον όρο), τα έσοδα από βιοκαύσιμα είναι στο μεγαλύτερο μέρος τους καθαρά κέρδη.

Και τα εμπόδια

Τα εμπόδια, ωστόσο, δεν είναι λίγα. «Το γεγονός ότι πολλές επιχειρήσεις που διεκδικούν μέρος της ποσόστωσης στήθηκαν χωρίς τις απαραίτητες υποδομές, η άνοδος της διεθνούς τιμής των λαδιών, σε συνδυασμό με την πτώση της τιμής του πετρελαίου, έχουν ρίξει τα περιθώρια κέρδους όσων επενδύουν στον χώρο», λέει εκπρόσωπος της Ελίν Βιοκαύσιμα, που σύντομα θα θέσει σε λειτουργία το νέο της εργοστάσιο, δυναμικότητας 80.000 τόνων βιοντίζελ.
   
Μιχάλης Μαρουλάκης, επικεφαλής της Ελληνικά Βιοπετρέλαια: Η παραγωγή βιοντίζελ κοστίζει γύρω στα 740 ευρώ το κυβικό, ενώ στα διυλιστήρια πωλείται προς 800 ευρώ το κυβικό


Ένα άλλο εμπόδιο αφορά την πρώτη ύλη, δηλαδή τα λεγόμενα ενεργειακά φυτά. Βασική προϋπόθεση για τους επενδυτές να συμμετάσχουν στη διεκδίκηση κατανομής του αφορολόγητου βιοντίζελ είναι να προσκομίσουν μαζί με τα υπόλοιπα δικαιολογητικά και συμβόλαια με καλλιεργητές για την παραγωγή ενεργειακών φυτών. Ωστόσο και παρά το μεγάλο επενδυτικό ενδιαφέρον, στην Ελλάδα οι καλλιέργειες ενεργειακών φυτών - όπως ελαιοκράμβη, γλυκός σόργος, ηλίανθος που αποτελούν και την πρώτη ύλη για την παραγωγή βιοκαυσίμων - είναι ελάχιστες, γι' αυτό και οι επενδυτές τα εισάγουν από το εξωτερικό. Επομένως δεν επιτυγχάνεται, προς το παρόν τουλάχιστον, ο στόχος της Ε.Ε., όσοι αγρότες εγκαταλείπουν τις καλλιέργειες λόγω της νέας ΚΑΠ να βρουν με τη στροφή στα ενεργειακά φυτά ένα συμπληρωματικό εισόδημα.

Άνεμος κερδών στα αιολικά πάρκα

Στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος των ξένων και Ελλήνων επιχειρηματιών που επενδύουν στη μικρή αλλά πολλά υποσχόμενη αγορά των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, βρίσκεται η πίτα των αιολικών πάρκων, η οποία σήμερα υπολογίζεται σε 750 εκατομμύρια ευρώ.

Δεδομένου ότι οι επενδύσεις αυτές τυγχάνουν γενναίων κινήτρων από τον Αναπτυξιακό Νόμο, αλλά κυρίως ότι εξασφαλίζουν σίγουρη πελατεία για 20 χρόνια, δηλαδή τη ΔΕΗ, εκτιμάται ότι τα επόμενα τρία χρόνια θα προστεθούν στο υφιστάμενο δυναμικό της χώρας αιολικά πάρκα επιπλέον αξίας 1-1,5 δισ. ευρώ. Ας σημειωθεί ότι μετά την απόσβεση της επένδυσης (σε 10 χρόνια, κατά μέσον όρο) τα έσοδα από την πώληση της παραγόμενης ενέργειας είναι, στο μεγαλύτερό τους μέρος, σίγουρα κέρδη.


Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα, σύμφωνα με το οποίο αιολικό πάρκο ισχύος 10 μεγαβάτ και προϋπολογισμού 11 εκατ. ευρώ, αν συνυπολογιστεί η απόσβεση της επένδυσης και αφαιρεθεί το λειτουργικό κόστος, αποφέρει καθαρό κέρδος της τάξεως των 300.000 ευρώ.

Αυτοί είναι, άλλωστε, οι λόγοι για τους οποίους οι όμιλοι Χ. Ρόκας - Iberdrola, Μυτιληναίος και Κοπελούζος - Σαμαράς έχουν καταθέσει προς έγκριση στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας επενδυτικά σχέδια για αιολικά πάρκα στα νησιά του Αιγίου, τα οποία - όλα μαζί - θα κοστίσουν άνω των 4 δισ. ευρώ και με την ολοκλήρωσή τους θα προσθέσουν επιπλέον εγκατεστημένη ισχύ της τάξεως των 3.000 MW.

Τα αγκάθια

   
Για να υλοποιηθούν αυτές οι επενδύσεις των δισεκατομμυρίων ευρώ, πρέπει να ξεριζωθούν τα δύο μεγάλα αγκάθια που εξακολουθούν να υπάρχουν στον χώρο αυτό. Το πρώτο αφορά τα σοβαρά ελλείμματα που παρουσιάζει το δίκτυο διασύνδεσης των περιοχών που έχουν πλούσιο αιολικό δυναμικό (Εύβοια, Αν. Μακεδονία - Θράκη, Πελοπόννησος, Κυκλάδες) με το σύστημα ηλεκτροδότησης της χώρας, γεγονός που καθιστά απαγορευτική τη δημιουργία αιολικών πάρκων. Το δεύτερο είναι η έλλειψη εθνικού χωροταξικού σχεδιασμού, που έχει ως αποτέλεσμα ο ιδιώτης επενδυτής να παίρνει την άδεια από την Τοπική Αυτοδιοίκηση και εν συνεχεία να μπλοκάρεται στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κατόπιν προσφυγών από τοπικούς φορείς και ιδιώτες που εγείρουν ιδιοκτησιακά δικαιώματα.


Τα εμπόδια αυτά σε συνδυασμό με τις χρονοβόρες διαδικασίες έκδοσης αδειών είναι οι βασικές αιτίες για τις οποίες η Ελλάδα βρίσκεται μόλις στη 10η θέση της ευρωπαϊκής κατάταξης στην εγκατεστημένη ισχύ αιολικών πάρκων, παρά το μεγάλο επενδυτικό ενδιαφέρον και το πλούσιο αιολικό δυναμικό της χώρας. Για τον ίδιο λόγο θεωρείται βέβαιο ότι θα χάσει το στοίχημα της επίτευξης του στόχου που έχει θέσει η Ε.Ε. για συμμετοχή των ΑΠΕ στο 20,1% της συνολικής ηλεκτροπαραγωγής έως το 2010. Για να γίνει αντιληπτό πόσο δύσκολο είναι κάτι τέτοιο, πρέπει τα 750 μεγαβάτ σημερινής εγκατεστημένης ισχύος να φτάσουν τα 3.500 μεγαβάτ, σε μόλις τρία χρόνια. «Επομένως, το πιθανότερο είναι ότι η Ελλάδα θα καταφέρει να πιάσει το δεύτερο στοίχημα που έχει τεθεί, η ενέργεια από ΑΠΕ να φτάσει σε 29% της ηλεκτροπαραγωγής αλλά μέχρι το 2020», εκτιμά ο κ. Γιάννης Τσιπουρίδης, πρόεδρος της Ελληνικής Επιστημονικής Ένωσης Αιολικής Ενέργειας.

35% πάνω σε 4 χρόνια οι πωλήσεις βιολογικών προϊόντων

Φανατικούς επενδυτές κερδίζει και στην Ελλάδα η οικολογική παραγωγή. Οι καταναλωτές διαθέτουν για βιολογικά προϊόντα 2 από τα 10 ευρώ που ξοδεύουν για τη διατροφή τους, ενώ ξεπερνούν τους 7.500 οι παραγωγοί και οι έμποροι που επένδυσαν τα τελευταία χρόνια στις λεγόμενες «πράσινες μπίζνες» στην αγορά των προϊόντων διατροφής.

Υπολογίζεται ότι ο συνολικός τζίρος της συγκεκριμένης αγοράς στη χώρα φτάνει τα 25 εκατ. ευρώ, ποσό ιδιαίτερα μικρό, αν αναλογιστεί κανείς ότι στη Γερμανία οι πωλήσεις των βιολογικών προϊόντων ξεπερνούν τα 330 εκατ. ευρώ και στην παγκόσμια αγορά τα 27 δισ. ευρώ. Όμως, η αύξηση που παρουσιάζει η συγκεκριμένη αγορά στην Ελλάδα την τελευταία τετραετία (υπολογίζεται στο 35% σε αξία), δείχνει ότι υπάρχει πολύ... ψωμί για τους επιχειρηματίες που επιλέγουν να επενδύσουν στα βιολογικά προϊόντα.


Ώθηση από αλυσίδες

Μέχρι πρόσφατα, τα σημεία λιανικής πώλησης βιολογικών προϊόντων στην ελληνική αγορά ήταν περιορισμένα. Η εικόνα άρχισε να αλλάζει με τη δραστηριοποίηση αλυσίδων σούπερ μάρκετ, όπως του Α-Β Βασιλόπουλου, του Carrefour με ειδικές γωνίες κυρίως βιολογικών τροφίμων, αλλά και με τη δημιουργία αλυσίδων εξειδικευμένων καταστημάτων.

Από τις μεγαλύτερες αλυσίδες του κλάδου είναι η Green Farm (δίκτυο λιανικής της εταιρείας Mediterranean Farm), συμφερόντων Δημήτρη Κοντομηνά, αλλά και η Βιολογικός Κύκλος που ανήκει στην εισηγμένη στο Χρηματιστήριο εταιρεία ΕΒΙΚ.

Μεγάλες εταιρείες συμβατικών τροφίμων έχουν επενδύσει προς την κατεύθυνση αυτή: η Ελαΐς, η Όλυμπος, η Vivartia μέσω της Μπαρμπα-Στάθης, η ΝΙΚΑΣ, η Trofino, η Βλαχάκης, η ΓΑΙΑ, η ΒΙΟΖΗΝ, η Εβροφάρμα και η Αλλατίνη. Η αυξημένη ζήτηση των καταναλωτών για επώνυμα βιολογικά τρόφιμα ήταν μία από τις αιτίες που οδήγησε και την εταιρεία Creta Farm να μπει στην αγορά των βιολογικών. «Φιλοσοφία μας είναι να παράγουμε πρωτοποριακά προϊόντα», λέει στην «ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ» ο διευθύνων σύμβουλος της Creta Farm, Κωνσταντίνος Δομαζάκης.

Σύμφωνα και με έρευνα της ICAP, η Ελλάδα, συγκριτικά με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, κατέχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά βιολογικά καλλιεργούμενης έκτασης (2,72% του συνόλου των καλλιεργούμενων εκτάσεων) και τη 14η θέση στην Ε.Ε. των «25».
   
«Για να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις του σύγχρονου καταναλωτή, δημιουργήσαμε πρώτοι στην Ελλάδα τη σειρά βιολογικών αλλαντικών», λέει ο διευθύνων σύμβουλος της Creta Farm, Κωνσταντίνος Δομαζάκης


ΤΑ ΝΕΑ , 03/02/2007


επιστροφή