| ||||||
Η ανάπτυξη του ομίλου στα Βαλκάνια και τα προβλήματα της εσωτερικής αγοράς τον οδήγησαν στον υπερδανεισμό
ΑΥΣΤΡΙΑΚΟΙ ΘΑ "ΑΛΩΝΙΖΟΥΝ" ΜΕ ΤΟΝ ΛΟΥΛΗ
Η LLI θα αναλάβει το 51% των δραστηριοτήτων σε Βουλγαρία και Ρουμανία με τίμημα μεταξύ 50 εκατ. και 60 εκατ. ευρώ
ΔΗΜ. ΧΑΡΟΝΤΑΚΗΣ
Ηταν μια ανοιξιάτικη ημέρα του Απριλίου του 1999. Ο χρηματιστηριακός πυρετός στη Σοφοκλέους ανέβαινε με εντυπωσιακούς ρυθμούς. Και η ευφορία που προκαλούσε η απόκτηση "εύκολου χρήματος" ήταν μεθυστική. Ισως όμως να είναι και η πιο ζοφερή ημέρα για τον κ. Αρ. Συμεώνογλου, τον σημερινό πρόεδρο του Ελληνικού Κέντρου Επενδύσεων (ΕΛΚΕ), τότε κατ' επάγγελμα "βιομήχανο", επικεφαλής ενός εκ των πέντε μεγαλύτερων αλευροβιομηχανιών της Ευρώπης, των Μύλων Αγίου Γεωργίου ΑΕ. Μια από τις ιστορικές ελληνικές επιχειρήσεις που η δημιουργία της, απ' ό,τι λέγεται, ήταν προϊόν "των στενών σχέσεων" του παππού του με τον Ελ. Βενιζέλο.
Ο ανταγωνιστής του, κ. Κ. Λούλης, επικεφαλής της δεύτερης σε μέγεθος εταιρείας του κλάδου, από ιστορική πολιτικο-επιχειρηματική οικογένεια, με τη βοήθεια του χρηματιστή κ. Β. Χατζηλία, τον ενημέρωσε - έχοντας βεβαίως το ύφος του νικητή - ότι κατέχει το 52% της εταιρείας και, αν επιθυμεί, μπορεί να αγοράσει και το δικό του ποσοστό. Ήταν μόλις ένα πενιχρό 4%, που ο κ. Συμεώνογλου το αγόρασε μετοχή μετοχή μέσα από το Χρηματιστήριο. Ήταν σοκ. Μη έχοντας όμως κι άλλη επιλογή, το πούλησε. Δεν μπορούσε, φυσικά, να κρύψει την πικρία του. Αλλά έτσι έκλεισε και ο κύκλος στη βιομηχανική δραστηριότητα της οικογένειας, που είχε αρχίσει από τον 19ο αιώνα.
Ο κ. Λούλης είχε επιτύχει μια δύσκολη νίκη. Η δεύτερη σε μέγεθος εταιρεία (είχε μόλις το 40% του τζίρου της πρώτης) αγόρασε την πρώτη. Δεν είναι από τα συνηθέστερα γεγονότα στην επιχειρηματική ζωή. Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι του χρόνου. Ο όμιλος Λούλη αναδείχθηκε σε έναν εκ των μεγαλυτέρων της ευρωπαϊκής αγοράς, αλλά είναι ήδη υπερδανεισμένος. Έτσι, εντός του Μαρτίου, πρόκειται να μεταβιβάσει ένα σημαντικό μέρος των δραστηριοτήτων του σε ένα αντίστοιχο αλλά πολλαπλασίου μεγέθους αυστριακής προελεύσεως όμιλο για να μειώσει τις δανειακές του επιβαρύνσεις. Σίγουρα δεν είναι η ευτυχέστερη στιγμή στη ζωή του βολιώτη επιχειρηματία. Ίσως όμως έτσι να παίρνει και την «εκδίκησή» του ο πρώην συνάδελφός του και νυν συνταξιούχος επιχειρηματίας. Εξι γενιές
Η οικογένεια Λούλη φημίζεται πως παραμένει «οικογένεια μυλωνάδων» για έξι ολόκληρες γενιές, αν και εκτός από «μυλωνάδες» έβγαλε και πολιτικούς. Ο ίδιος, ο κ. Λούλης, προτού αφοσιωθεί αποκλειστικά στις επιχειρηματικές του ασχολίες, γνώρισε την περιπέτεια την πολιτικής, χωρίς όμως να κατορθώσει να καθίσει στα βουλευτικά έδρανα. Επίσης πέρασε και από τη θέση του Διοικητού του Αγίου Ορους - είναι γνωστές παλαιόθεν οι σχέσεις μεταξύ των οικογενειών Μητσοτάκη και Λούλη -, καθώς και από τη θέση του επαρχιακού εκδότη. Αγόρασε και ύστερα από μερικά χρόνια πούλησε το μικρό, αλλά αξιόλογο βολιώτικο συγκρότημα Παρασκευόπουλου (εφημερίδα «Θεσσαλία»). Η καταγωγή της οικογένειας προέρχεται από το Fieri της κεντρικής Αλβανίας, ενώ μία από τις ρίζες της έλκει την καταγωγή της από τον ελληνισμό της Ρουμανίας. Τα Ιωάννινα ήταν ο επόμενος σταθμός. Εκεί δημιούργησε όχι μόνο μύλο, αλλά και τη μεγαλύτερη τράπεζα της περιοχής. Το 1912 η περιουσία των Λούληδων καταστράφηκε και ένα από τα εννέα αγόρια της οικογένειας, ο Κώστας, βρέθηκε εξόριστος στη Σκόπελο. Από τότε ο Βόλος συνδέθηκε με την επιχειρηματική δραστηριότητα της οικογένειας. Σύντομα βρέθηκαν εκεί και άλλα τρία από τα αδέλφια. Το 1914 κάνουν το πρώτο τους βήμα. Αγοράζουν μερίδιο στον Μύλο Ι. Ξύδης - Ν. Χατζηνίκος και το 1917 ο μύλος περνάει στην κυριότητα των αδελφών Λούλη. Σύντομα μάλιστα εξελίσσεται στον μεγαλύτερο μύλο της περιοχής. Την ίδια χρονιά απέκτησε και το 25% των Μύλων Αλλατίνη στη Θεσσαλονίκη. Η συνεργασία αυτή ήταν αποτέλεσμα των καλών σχέσεων με την οικογένεια Γ. Πανούτσου (παππού του σημερινού πολιτικού κ. Στ Μάνου). Και όταν πλέον οι Λούληδες έγιναν «μυλωνάδες» στον Βόλο, η οικογένεια Πανούτσου κατείχε κι αυτή ως το 1928 το αντίστοιχο 25% του μύλου. Σε αυτό το διάστημα ο Γ. Λούλης ήταν διευθυντής των Μύλων Αλλατίνη - που με το πέρασμα των χρόνων βρέθηκε στην ιδιοκτησία του ομίλου Δαυίδ - Λεβέντη - και διετέλεσε παράλληλα πρώτος πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχάνων Βορείου Ελλάδος. Το 1926 ήταν μια πολύ κακή χρονιά για την οικογένεια Λούλη. Ο κυλινδρόμυλος του Βόλου καταστράφηκε από πυρκαγιά. Λίγους μήνες αργότερα κατορθώνουν και χτίζουν καινούργιο μύλο. Λόγω όμως των συγκυριακών δυσκολιών που περνάει η οικογένεια, το 1928 αποχωρεί από τους Μύλους Αλλατίνη. Και την ίδια χρονιά τίθεται σε λειτουργία ο νέος του Βόλου, με ελβετική τεχνολογία και δυναμικότητα 100 τόνων ανά 24ωρο. Ο Μεσοπόλεμος
Στο διάστημα του Μεσοπολέμου η οικογένεια Λούλη δεν αναδείχθηκε μόνο επιχειρηματικά, αλλά και πολιτικά. Οι Γιώργος και Αλκιβιάδης Λούλης θήτευσαν κατ' επανάληψη στη Βουλή, ενώ είναι χαρακτηριστικές του επιπέδου της πολιτικής τους παρουσίας οι στενές σχέσεις που είχαν τόσο με τον Ελ. Βενιζέλο, όσο και με τον Γ. Παπανδρέου. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Γ. Λούλης διαδέχθηκε τον Γ. Καρτάλη, όταν ο δεύτερος πέθανε στα τέλη της δεκαετίας του 1950, και αναδείχθηκε σε τρεις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις της δεκαετίας του 1960 βουλευτής Μαγνησίας. Ωστόσο από τις παραδοσιακές αρχές της οικογένειες δύο είναι οι αξιοσημείωτες και ίσως σήμερα να ακούγονται παράδοξες, η πρώτη «να μην εισέρχονται κορίτσια στην επιχείρηση» και η δεύτερη «όποιος ασχολείται με την πολιτική, να αποχωρεί τύποις και ουσία από την επιχείρηση». Φαίνεται πως σε ολόκληρη την επιχειρηματική της ιστορία η οικογένεια τις τήρησε με συνέπεια. Μάλιστα ο Νίκος, γιος του κ. Κ Λούλη, αν και φοιτητής σε αμερικανικό πανεπιστήμιο, είναι ο κάτοχος του 51% των μετοχών της μητρικής εταιρείας! Εν τω μεταξύ από το 1936 τη διοίκηση του μύλου αναλαμβάνει ο Κ. Λούλης, παππούς του σημερινού μεγαλομετόχου. Η Κατοχή
Στο διάστημα της κατοχής, αλλά και μετά την απελευθέρωση, ο Αλκιβιάδης Λούλης έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα, αφού διετέλεσε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ, πρόεδρος της Εθνικής Αλληλεγγύης, καθώς και Γενικός Διοικητής Ηπείρου. Στη συνέχεια βρέθηκε σε διαφόρους τόπους εξορίας... Ωστόσο η επιχείρηση το 1945 επαναλειτούργησε και στις 24 Οκτωβρίου 1951 εισήχθη στο Χρηματιστήριο. Το 1954 ο Κ. Λούλης αποχωρεί και αναλαμβάνει ο νεότερος των εννέα αδελφών, ο Γεώργιος Λούλης, ο οποίος παραμένει στο τιμόνι της εταιρείας ως και το 1961, όταν εκλέγεται πρώτος βουλευτής Μαγνησίας της Ενωσης Κέντρου - πέθανε εκτοπισμένος το 1971 στη Σίφνο. Στη διοίκηση, λοιπόν, της εταιρείας την προεδρία αναλαμβάνει ο Νικόλαος Κωνσταντίνου Λούλης. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ο μύλος αποκτά νέο μηχανολογικό εξοπλισμό και το 1975, όταν ο Ν. Λούλης αποβιώνει, τη θέση του γενικού διευθυντή αναλαμβάνει ο τότε 19χρονος Κ. Λούλης. Τρία χρόνια αργότερα είναι έτοιμος ο νέος μύλος στη βιομηχανική περιοχή του Βόλου, δυναμικότητας 180 τόνων ανά 24ωρο. Ως και το 1985 οι επενδύσεις είναι συνεχείς και η δυναμικότητα του εργοστασίου φθάνει στους 700 τόνους ανά 24ωρο. Το 1987 ο κ. Κ. Λούλης γίνεται απόλυτος κυρίαρχος της εταιρείας, συγκεντρώνοντας το 99,9% των μετοχών και έπειτα από έναν χρόνο οι συνολικές αλέσεις σίτου την αναδεικνύουν σε δεύτερη εταιρεία του κλάδου της αλευροβιομηχανίας, από δωδέκατη που ήταν πριν από δέκα χρόνια. Η σημαντικότερη κίνηση
Η σημαντικότερη όμως επιχειρηματική κίνηση σε ολόκληρη ίσως την ιστορική διαδρομή της επιχείρησης, ήταν, την περασμένη άνοιξη, η εξαγορά του 52% των Μύλων Αγίου Γεωργίου, της μεγαλύτερης αλευροβιομηχανίας της ελληνικής αγοράς. Πέραν όμως από το γεγονός ότι με την εξαγορά των Μύλων Αγίου Γεωργίου ΑΕ ο κ. Κ. Λούλης κυριάρχησε στην εσωτερική αγορά, απέκτησε επίσης ισχυρότατη παρουσία και στη ρουμανική αγορά, με τη συνεργασία του φίλου του κ. Ν. Κατσέλη. Ετσι η εταιρεία Κυλινδρόμυλοι Λούλης ΑΕ ελέγχει περισσότερο από το 35% της εγχώριας αγοράς. Επίσης μέσω της θυγατρικής LIFE (Bulgaria) Ltd αγοράζει τους Μύλους Σόφιας στη Βουλγαρία, ενώ αποκτά και το 5% της κυπριακής εταιρείας Αλευρόμυλοι Μιτσίδη. Ωστόσο ο κλάδος των αλεύρων μπορεί να πει κανείς πως στην Ελλάδα λειτουργεί με αρκετό «ανορθολογισμό». Οι βιομηχανίες εξαρτώνται από τις διακυμάνσεις της τιμής των σιτηρών, και δεν είναι λίγες οι φορές που η «απογείωση» των τιμών των σιτηρών τούς ανατρέπει τους σχεδιασμούς. Από την άλλη πλευρά, ο ανταγωνισμός τιμών αγγίζει τα όρια του «κανιβαλισμού», αφού όλες οι εταιρείες στην καλύτερη περίπτωση δεν έχουν κέρδη! Σήμερα στην αγορά είναι ζήτημα να υπάρχουν περίπου 100 μύλοι, από τους 1.600 που λειτουργούσαν το 1981. ΣΑΝΙΔΑ ΣΩΤΗΡΙΑΣ Στρατηγικός συνεργάτης από την Ευρώπη Η ανάπτυξη του ομίλου στα Βαλκάνια σε συνδυασμό με τα προβλήματα της εσωτερικής αγοράς τον οδήγησε στον υπερδανεισμό. Ο αυστριακός όμιλος που εμφανίστηκε στο προσκήνιο έμοιαζε με «σανίδα σωτηρίας». Πριν από αρκετούς μήνες ο κ. Λούλης αναζητούσε στρατηγικό συνεργάτη. Μόνο όμως για τις βαλκανικές του δραστηριότητες. Κοινωνός, αλλά και συμμέτοχος αυτών των αναζητήσεων ήταν ο φίλος του κ. Κατσέλης. Ο κ. Λούλης υποστηρίζει πως ο αυστριακός όμιλος LLI ήταν η καλύτερη επιλογή. Φαίνεται να παίρνει το 51% των δραστηριοτήτων σε Βουλγαρία και Ρουμανία. Το τίμημα ανέρχεται «άνω των 50 εκατ. ευρώ και μικρότερο των 60 εκατ. ευρώ». Ο όμιλος LLI είναι από τους κορυφαίους στην παγκόσμια αγορά - και μετά τη συνεργασία με τον όμιλο Λούλη θα καταλάβει την πρώτη θέση. Η αλεστική του δυνατότητα ανέρχεται στους 3.000.000 τόνους, στην Αυστρία, στη Γερμανία, στην Τσεχία, στην Πολωνία και στην Ουγγαρία απασχολεί 2.587 εργαζομένους και από τον συνολικό κύκλο εργασιών των 678,6 εκατ. ευρώ, τα 586,9 εκατ. ευρώ προέρχονται από τον χώρο του αλεύρου. Η οικογένεια Λούλη διαθέτει το 56% των μετοχών και φέρεται διατεθειμένη να πωλήσει, αν οι Αυστριακοί επιθυμούν, ως το 5%. Πάντως υπάρχει η δυνατότητα, αν οι ίδιοι επιθυμούν, να «μαζέψουν» εύκολα ως και 20% από την αγορά.
Το ΒΗΜΑ, 04/03/2007
|