| ||||||||||
Οι όροι της διαθήκης και η μυθιστορηματική ανάδειξη του επιχειρηματία που τιμήθηκε ως ο ειλικρινέστερος φορολογούμενος της τάξης του
ΔΙΑΘΗΚΗ-ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΜΟΥΖΑΚΗ
Οι κληρονόμοι του πρέπει να μη μεταβιβάσουν τις μετοχές τους, τουλάχιστον ως το 2022
ΧΡ. ΚΟΡΦΙΑΤΗΣ
Απρόσβλητη καθιστά με τη διαθήκη του ο Ελευθέριος Μουζάκης την «Πεταλούδα» του, αμείβοντας ταυτόχρονα όλο ανεξαιρέτως το προσωπικό της με μπόνους ώστε να δεσμεύσει ηθικά και τους εργαζομένους να πράξουν ό,τι καλύτερο μπορούν προκειμένου να υπάρχει για τουλάχιστον πολλά χρόνια ακόμη η εισηγμένη στο ΧΑ εταιρεία του και να μην αποτελέσει βορά κερδοσκοπικών συμφερόντων. Όλες οι εταιρείες του Χρηματιστηρίου μπορούν στο ορατό μέλλον να πωληθούν, η «Ελ. Δ. Μουζάκης», όμως, η οποία με εμπορικές τιμές και με βάση την αξία τής ακίνητης περιουσίας της αποτιμάται σε αρκετές δεκάδες εκατ. ευρώ, όχι. Οι άμεσοι οικογενειακοί κληρονόμοι του βιομηχάνου που διέγραψε ηρωική όσο και μυθιστορηματική πορεία στον χώρο της ελληνικής βιομηχανίας και έφυγε από τη ζωή τον περασμένο Σεπτέμβριο, αλλά και συνεργάτες του, στους οποίους μεταβιβάζει το 83,3% των μετοχών της βιομηχανίας-κορμού του ομώνυμου ομίλου, δεσμεύονται να παλέψουν για να τη διατηρήσουν ζωντανή, όσοι άνεμοι και αν σαρώνουν τις κλωστοϋφαντουργίες σε Ελλάδα και Ευρώπη. Απαράβατος όρος που συνοδεύει τη μεταβίβαση των μετοχών του είναι η διατήρησή τους τουλάχιστον για 15 χρόνια ακόμη.
Σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες σχετικά με τη διαθήκη-παρακαταθήκη του Ελευθέριου Μουζάκη, που έχει κατατεθεί στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, το 85% των μετοχών που ανήκαν στον ίδιο περιέρχεται στους άμεσους οικογενειακούς κληρονόμους του ενώ το υπόλοιπο 15% του μετοχικού πακέτου του περιέρχεται σε συνεργάτες-στελέχη της επιχείρησης. Ο όρος της διατήρησης των μετοχών συνδέεται επίσης, σύμφωνα με πληροφορίες, με τη διανομή και των άλλων περιουσιακών στοιχείων του. Τουλάχιστον ως τις 31 Δεκεμβρίου 2021 δεν επιτρέπεται η πώληση μετοχών της εταιρείας από τους νέους μετόχους της. Παράλληλα, από την προσωπική περιουσία του επιχειρηματία χορηγείται μπόνους στο προσωπικό και προβλέπεται η πάγια χορηγία των παιδιών των εργαζομένων που σπουδάζουν και αριστεύουν.
Καθήκοντα εκτελεστή της διαθήκης και διαχειριστή των εταιρειών του εκλιπόντος βιομηχάνου θα αναλάβει βάσει της διαθήκης, σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, πενταμελής ομάδα αποτελούμενη από τους οικογενειακούς κληρονόμους και συνεργάτες του.
Ο Ελ. Μουζάκης έφυγε από τη ζωή στις 28 Σεπτεμβρίου 2006, σε ηλικία 93 ετών, ενώ την τελευταία τριετία είχε «προικοδοτήσει» την επιχείρηση με άτοκο κεφάλαιο 10 εκατ. ευρώ για το ενδεχόμενο να χρειαστεί αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου ή να προκύψει έκτακτη ανάγκη.
Παρά την κρίση που διατρέχει την ευρωπαϊκή κλωστοβιομηχανία και κλωστοϋφαντουργία, άφησε την επιχείρηση κερδοφόρο, αφού για το εννεάμηνο Ιανουαρίου - Σεπτεμβρίου 2006 η εισηγμένη στη Σοφοκλέους παρουσίασε προ ημερών ενοποιημένα καθαρά κέρδη ύψους 1,2 εκατ. ευρώ. Ωσπου να κλείσει τα μάτια και παρ' ότι για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή του είχε μείνει μακριά από την καθημερινή ενασχόλησή του με αυτήν, τα τρία τελευταία χρόνια, διατήρησε τη θέση του προέδρου αλλά και του διευθύνοντος συμβούλου, τα καθήκοντα του οποίου μετά τον θάνατό του ανέλαβε ο ανιψιός του και επί δεκαετίες αφανής στυλοβάτης της επιχείρησης κ. Νικ. Σαράφης. Όχι τυχαία ασφαλώς οι τράπεζες ανανέωσαν αμέσως τον δανεισμό της.
Ο ΒΙΟΜΗΧΑΝΟΣ-ΣΥΜΒΟΛΟ Το πρωί στο σχολείο και το απόγευμα πουλούσε μυγοπαγίδες και ζαρζαβατικά
ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ στη Σμύρνη τις 25 Μαρτίου του 1913, γιος τσαγκάρη που μεγάλωσε στη Ζάκυνθο, ο Ελευθέριος Μουζάκης βίωσε την τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής και της προσφυγιάς, αντιμετωπίζοντας με περηφάνια τις στερήσεις και τη φτώχεια, προτού στραφεί και μεγαλουργήσει στον χώρο της ελληνικής βιομηχανίας. Σε ηλικία 10 ετών έγινε ο μικρότερος υπαίθριος μανάβης του Πειραιά. Το πρωί πήγαινε σχολείο και το απόγευμα πουλούσε είδη μαναβικής, αλλά κατά διαστήματα και ό,τι άλλο έβλεπε πως άξιζε να πουλάει κανείς στους δρόμους - από μυγοπαγίδες και ναφθαλίνες ως σοκολάτες.
Αργότερα, όταν τελείωσε το δημοτικό και γράφτηκε σε σχολαρχείο, κουβαλούσε νερό στους ώμους σε νταμιτζάνες στα βαπόρια σερβίριζε καφέδες στην Τρούμπα και πουλούσε γλυκά του κουταλιού, λουκούμια, στραγάλια, καραμέλες, λεμόνια.
Είχε συλληφθεί να πουλάει ντομάτες χωρίς άδεια. «Τις πούλαγα για να ζήσω, σπουδάζω και ο πατέρας μου δεν έχει λεφτά να ζήσουμε» είχε προλάβει να πει στο δικαστήριο προτού τον πιάσουν τα κλάματα. Γλίτωσε τα χειρότερα με ένα πρόστιμο 25 δραχμών της εποχής, που θα έπρεπε να πληρώσει όταν ενηλικιωνόταν. «Θεωρώ τον εαυτό μου περήφανο που αξιώθηκα να κάνω το καθήκον μου στην πολιτεία» θα έλεγε πολλά χρόνια αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν το υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωνε ότι ο Ελευθέριος Μουζάκης ήταν ο ειλικρινέστερος έλληνας φορολογούμενος μεταξύ όλων των επιχειρηματιών. Δήλωνε και πλήρωνε περισσότερα από όλους τους «βαρύγδουπους» βιομηχάνους.
Στα 21 του χρόνια, το 1934, κρίθηκε ώριμος να αναλάβει καθήκοντα διευθυντή ενός εργοστασίου που απέκτησε η εταιρεία αυτή. Ήταν το μικρό εργοστάσιο κλωστών «Τριών Αστέρων» που αποτέλεσε το ερέθισμα για τη δημιουργία της μεγαλύτερης ελληνικής κλωστοβιομηχανίας και της τρίτης μεγαλύτερης στην Ευρώπη. Χάρη σε αυτό έμαθε την τέχνη και τα μυστικά των κλωστών. Η κλωστική εταιρεία Ραζή, αντιμέτωπη τότε με τον παντοδύναμο Γιάννη Θεοδωρακόπουλο, τον μετέπειτα εφοπλιστή που έλυνε και έδενε στην αγορά με τις κλωστές «Κιθάρα», έμελλε να ήταν το τελευταίο αφεντικό του.
Αρνήθηκε πρόταση του Θεοδωρακόπουλου να δουλέψει για αυτόν και να πολεμήσει τον Ραζή, αλλά το 1939, χωρίς να αποχωρήσει από αυτόν, ανοίχτηκε στην αγορά των κλωστών με δική του, συμπληρωματική δουλειά. Εχοντας την υποστήριξη του Ραζή και άλλων επιχειρηματιών που είχαν εκτιμήσει τις αρετές του, έβγαλε μια πρώτη παρτίδα νημάτων και ακολούθησε με διορατικότητα πολιτική συγκέντρωσης νημάτων και μετάταξης για ράψιμο.
Η φίρμα Ραζή αρνήθηκε στη διάρκεια του πολέμου να χορηγεί, ως όφειλε, κάποιο εισόδημα στην οικογένειά του. Επιστρέφοντας λοιπόν από το αλβανικό μέτωπο, ο Ελευθέριος Μουζάκης βάδισε στον δικό του επιχειρηματικό δρόμο, με εμπόριο κλωστών αλλά και κάθε είδους ενδυμάτων. Μια μονοκέφαλη χειροκίνητη μηχανή ήταν η πρώτη που απέκτησε και έκανε «χρυσές δουλειές». Προτού ξεσπάσει ο Εμφύλιος είχε νοικιάσει ένα εργοστάσιο στην οδό Αδριανού 61 με δύο ποδοκίνητες μηχανές, τις οποίες λειτουργούσαν τα δύο αδέλφια του.
Η «Πεταλούδα» του, το σήμα κατατεθέν της επιχειρηματικής δραστηριότητάς του, κυκλοφόρησε πρώτη φορά κουβαρίστρα το 1950 και ήταν τέτοια η απήχηση της δουλειάς του και η φήμη που αποκτούσε, ώστε το 1951 ο γαλλικός κολοσσός των κλωστών DMC τού πρότεινε να συσκευάζει στην Ελλάδα ορισμένα προϊόντα του, ενώ μεγάλοι ως τότε εισαγωγείς των προϊόντων αυτών κερδοσκοπούσαν κάνοντας μαύρη αγορά. Γρήγορα αντιμετώπισε έναν, όπως έλεγε, ανελέητο πόλεμο.
Καθώς απέκτησε μεγάλους πελάτες, προκάλεσε την οργίλη αντίδραση ισχυρών οίκων της εποχής και τελικά και του ίδιου του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών υπό τον Χριστόφορο Κατσάμπα της Πειραϊκής Πατραϊκής, αφού συγκρούστηκε ανοικτά με πασίγνωστα «τζάκια» που κυριαρχούσαν στην κλωστοϋφαντουργία. «Ο Μουζάκης θα καταπιεί όλους τους άλλους...» τον κατηγορούσαν.
«Προτιμώ να πέσω μαχόμενος για μια έντιμη δημιουργία παρά να γίνω βορά ενός ανέντιμου ανταγωνισμού» ήταν η απάντησή του σε όσους του ζητούσαν «για το καλό του» να αλλάξει επάγγελμα και απειλούσαν ακόμη και τη ζωή του, όπως αρκετά χρόνια αργότερα θα εξομολογηθεί. Ήταν τέτοια η επιτυχία της «Πεταλούδας» και της συνεργασίας του με την DMC ώστε άλλοι γάλλοι ανταγωνιστές που διατηρούσαν εργοστάσιο στον Βοτανικό το έκλεισαν. Ο ένας μετά τον άλλον οι έλληνες ανταγωνιστές συνθηκολόγησαν, εξαγοράστηκαν από την «Πεταλούδα», συχνά παρακαλώντας την. Δεκαεπτά εργοστάσια-βιοτεχνίες κλωστών ραφής περιήλθαν υπό τον έλεγχό της.
Το 1954, ύστερα από έναν διαφημιστικό και εμπορικό «πόλεμο μέχρις εσχάτων», τέθηκαν και οι «Κλωστές Κιθάρα» υπό τον έλεγχο του Ελ. Μουζάκη, ο οποίος κατέληξε να κατέχει το 95%-97% της αγοράς σε κλωστικά είδη οικιακής και βιομηχανικής χρήσης. Το 1962 αποδέχθηκε πρόταση τού άλλοτε «φοβερού ανταγωνιστή» του διανοούμενου επιχειρηματία και προέδρου του ΕΒΕΑ επί σειράν ετών Χρήστου Πανάγου και εξαγόρασε και τη δική του κλωστική μονάδα κεντήματος.
Τον είχε ενθουσιάσει, όπως εξηγούσε αργότερα, ένα βιβλίο με τον τίτλο «Το ημερολόγιο ενός Πειραιώτη επιχειρηματία του 5ου αιώνα π.Χ.», το οποίο είχε γράψει ο Χρήστος Πανάγος. Ισως επειδή ο ήρωας του βιβλίου Θεαγένης, δημιουργός ενός Θεαγένειου Εμπορικού Κέντρου στον Πειραιά το 500 π.Χ., στα γεράματά του είχε θέσει το εξής ερώτημα: «Γιατί να θεωρούμε ήρωες μόνο αυτούς που νίκησαν σε πολεμικές επιχειρήσεις και όχι και όσους με τη δραστηριότητά τους εξουδετέρωσαν ξένες εμπορικές και βιομηχανικές δυνάμεις, οι οποίες σκόπευαν να υποτάξουν οικονομικά την πατρίδα τους ή και όσους με τα πλούτη τους, προϊόν τίμιων, πολύχρονων και κοπιαστικών αγώνων, θωράκισαν αμυντικά την πόλη τους με τους φόρους που πλήρωναν και ακόμη με τα πλούτη τους έδωσαν τη δυνατότητα στους συμπολίτες τους να κάνουν χρήση τόσων έργων κοινής ωφελείας και να θαυμάζουν τόσα καλλιτεχνικά αριστουργήματα;».
Το ΒΗΜΑ, 03/12/2006
|