| ||||
Αρνητική είναι η συγκριτική επίδοση όλων των νομών της χώρας - πλην της Κρήτης - ως προς την επίτευξη των στόχων της Λισαβόνας για ενίσχυση της ανάπτυξης και της απασχόλησης
ΚΑΘΟΛΙΚΗ Η ΥΣΤΕΡΗΣΗ ΤΩΝ
ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ ΣΕ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ
Ευρωπαϊκή μελέτη καταδεικνύει τις μικρές προοπτικές αναδιάρθρωσης της χώρας
KATEPINA ΣΩΚΟΥ
Το σύνολο των διοικητικών περιφερειών της χώρας υπολείπεται σε διεθνή ανταγωνιστικότητα καθώς όλες ανεξαιρέτως παρουσιάζουν υστέρηση στην αγορά εργασίας αλλά και σε μια σειρά κρίσιμους για τις προοπτικές αναδιάρθρωσης δείκτες. Ενώ δε οι περισσότερες ελληνικές περιφέρειες εμφανίζουν τουλάχιστον θετικές αναπτυξιακές προοπτικές, αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση της Δυτικής Ελλάδας και της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Τα ανησυχητικά στοιχεία περιλαμβάνονται στην τελευταία μελέτη του Ευρωπαϊκού Δικτύου Παρατηρητηρίων Χωροταξίας (ESPON) για την περιφερειακή ανταγωνιστικότητα και συνοχή στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Σύμφωνα με τα ευρήματα του δικτύου, δύο ελληνικές περιφέρειες, η Δυτική Ελλάδα και η Θεσσαλία, βρίσκονται μεταξύ των ελάχιστων περιφερειών των 15 "παλαιών" μελών που κατατάσσονται τελευταίες - και μάλιστα στο σύνολο των 25 - ως προς την επίτευξη των στόχων της Λισαβόνας. Αρνητική είναι η αξιολόγηση και των υπόλοιπων περιφερειών της χώρας, με μόνη εξαίρεση την Κρήτη, η επίδοση της οποίας χαρακτηρίζεται απλώς "μέτρια". * Υπηρεσίες και εξειδίκευση H μελέτη επικεντρώνεται στην επίδοση των ευρωπαϊκών περιφερειών ως προς την Ατζέντα της Λισαβόνας, τη διεθνή ανταγωνιστικότητα, την απασχόληση στον κλάδο των υπηρεσιών και την εξειδίκευση των περιφερειών της EE. Σε ό,τι αφορά τους στόχους της Λισαβόνας για την ανάπτυξη και την απασχόληση, το δίκτυο ESPON διαπιστώνει σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ των ευρωπαϊκών περιφερειών, την οποία εντοπίζει στη βάση ενός γεωγραφικού διαχωρισμού μεταξύ των σχετικά καλών επιδόσεων της Βόρειας και Δυτικής Ευρώπης και των σχετικά κακών της Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης. Οπως εκτιμά η μελέτη, η εγγύτητα σε αστικά κέντρα ευρωπαϊκής εμβέλειας και γενικότερα η εύκολη πρόσβαση επηρεάζει θετικά την επίδοση της κάθε περιφέρειας. Επισημαίνει δε ότι, ανάλογα με τις προοπτικές κάθε περιοχής, η προώθηση της οικονομίας της γνώσης δεν είναι πάντα η καλύτερη στρατηγική για την τοπική ανάπτυξη. H επίδοση ως προς τους στόχους της Λισαβόνας διαμορφώνεται σε σχέση με το σύνολο των ευρωπαϊκών περιφερειών στη βάση επτά "στρατηγικών" δεικτών για την ανάπτυξη και την απασχόληση. H βαθμολογία των περιφερειών ορίζεται από τον αριθμό των δεικτών με επίδοση εντός του καλύτερου ενός τρίτου μείον τον αριθμό εκείνων των οποίων η επίδοση βρίσκεται εντός του χειρότερου ενός τρίτου. Με βάση αυτόν τον υπολογισμό, η Δυτική Ελλάδα και η Θεσσαλία έχουν τη χειρότερη βαθμολογία καθώς είναι χαμηλότερη από -3, οι υπόλοιπες περιφέρειες της χώρας βαθμολογούνται μεταξύ -1 και -3 και η Κρήτη με μηδέν. * H τοπική οικονομία Οσο για τη διεθνή ανταγωνιστικότητα, τα στοιχεία είναι επίσης απογοητευτικά καθώς όλες οι περιφέρειες της χώρας παρουσιάζουν χαμηλές επιδόσεις στην αγορά εργασίας αλλά και σε μια σειρά δείκτες που ορίζουν τις προοπτικές αναδιάρθρωσης της τοπικής οικονομίας. Σε αυτούς περιλαμβάνονται η παραγωγικότητα, η μόρφωση του πληθυσμού και οι επενδύσεις - κεφαλαίου αλλά και ανθρώπινου δυναμικού - σε έρευνα και ανάπτυξη. Δύο περιφέρειες, η Δυτική Ελλάδα και η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, υπολείπονται όχι μόνο ως προς τις προοπτικές αναδιάρθρωσης της οικονομίας τους αλλά και σε αναπτυξιακό δυναμικό (κατά κεφαλήν ΑΕΠ και ετήσια μεταβολή του). Οι υπόλοιπες περιφέρειες υστερούν μόνο στις προοπτικές αναδιάρθρωσης καθώς παρουσιάζουν ισχυρότερη αναπτυξιακή δυναμική. Οπως επισημαίνει η μελέτη, η αναπτυξιακή δυναμική είναι ισχυρότερη στις χώρες όπου η κλαδική εξειδίκευση δεν περιορίζεται μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα. Στην περίπτωση της Ελλάδας αυτό ισχύει ως έναν βαθμό αποκλειστικά χάρη στον τουρισμό, καθώς ο συγκεκριμένος τομέας έχει σημαντικό βάρος σε οκτώ περιοχές της χώρας (βλ. χάρτη). Εξάλλου στις περισσότερες περιφέρειες ο κλάδος του εμπορίου, του τουρισμού, των μεταφορών και επικοινωνιών είναι εκείνος που συγκεντρώνει τη μεγαλύτερη απασχόληση μεταξύ όλων των κλάδων του τριτογενούς τομέα. Εξαίρεση αποτελούν μόνο η Ηπειρος και η Δυτική Μακεδονία, όπου μεγαλύτερη είναι η απασχόληση στον κλάδο της δημόσιας διοίκησης, της εκπαίδευσης, των υπηρεσιών υγείας και της κοινωνικής εργασίας. Οσο για τους κλάδους που αναπτύσσονται ταχύτερα ως προς τη δημιουργία θέσεων εργασίας, στην Πελοπόννησο, στην Ηπειρο, στη Δυτική Μακεδονία και στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη είναι οι χρηματιστηριακές, μεσιτικές και άλλες επιχειρηματικές υπηρεσίες, στη Δυτική Ελλάδα το εμπόριο και ο τουρισμός, ενώ στις υπόλοιπες περιφέρειες η δημόσια διοίκηση, η εκπαίδευση και η κοινωνική εργασία. ΣΤΗΝ ATTIKH TO 38,4% TOY ΠΛΟΥΤΟΥ Πώς κατανέμεται το ΑΕΠ Σύμφωνα με τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας της χώρας για το 2004, η περιφέρεια της Αττικής έχει μακράν τη μεγαλύτερη συμμετοχή στην παραγωγή του ΑΕΠ, της τάξεως του 38,4%. Στη δεύτερη θέση με ποσοστό 16,9% βρίσκεται η Κεντρική Μακεδονία, ενώ ακολουθούν η Στερεά Ελλάδα με 7%, η Θεσσαλία με 6,2%, η Κρήτη με 5,4%, η Δυτική Ελλάδα με 5,2%, η Πελοπόννησος με 5% και η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη με 4,1%. Μικρότερη συμβολή στον πλούτο της χώρας έχουν οι περιφέρειες του Νοτίου Αιγαίου με 2,9%, της Δυτικής Μακεδονίας με 2,8%, η Ηπειρος με 2,6%, το Βόρειο Αιγαίο με 1,9% και τα Ιόνια νησιά με 1,8%. Μάλιστα η συνεισφορά της Αττικής αυξήθηκε με το μεγαλύτερο ποσοστό μεταξύ 2003 και 2004, μικρότερη ήταν η αύξηση της σημασίας της Κρήτης, ενώ οριακή άνοδο σημείωσε η συμμετοχή των Ιονίων νήσων, του Βορείου Αιγαίου και της Δυτικής Ελλάδας και πτώση των υπόλοιπων. Συνυπολογίζοντας τον πληθυσμό κάθε περιοχής, ωστόσο, η εικόνα της κατανομής του πλούτου είναι διαφορετική. Στην πρώτη θέση βρίσκεται η Στερεά Ελλάδα με κατά κεφαλήν ΑΕΠ 21.113 ευρώ σε σχέση με 15.222 για το σύνολο της χώρας. Ακολουθούν η Αττική με 16.353 ευρώ, το Νότιο Αιγαίο με 15.971, η Δυτική Μακεδονία με 15.967 και το Βόρειο Αιγαίο με 15.685 ευρώ. Αντίθετα, χαμηλότερο από τον μέσο όρο της χώρας είναι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Κρήτη (15.038), στην Κεντρική Μακεδονία (14.863), στη Θεσσαλία (14.046), στην Πελοπόννησο (14.041), στα Ιόνια νησιά (13.931), στην Ηπειρο (12.616), στη Δυτική Ελλάδα (11.885) και στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη (11.392). H μεγαλύτερη ετήσια αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν της τάξεως του 9,47% και σημειώθηκε στο Βόρειο Αιγαίο, ενώ ακολούθησε με 9,28% η Κρήτη. Μεγαλύτερη του μέσου όρου του 7,9% για το σύνολο της χώρας ήταν επίσης η αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Αττική (8,86%), στη Δυτική Ελλάδα (8,28%) και στα Ιόνια νησιά (7,97%). Χαμηλότερες ήταν οι αυξήσεις στη Θεσσαλία (7,8%), στην Κεντρική Μακεδονία (7,65%), στη Δυτική Μακεδονία (7,46%), στην Ηπειρο (6,98%), στη Στερεά Ελλάδα (6,12%), στην Πελοπόννησο (6,02%), στο Νότιο Αιγαίο (5,71%), ενώ τελευταία ήταν η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη (4,6%). ΕΣΥΕ Κερδίζει σε σημασία ο τριτογενής τομέας Κατά 9% αυξήθηκε το Ακαθάριστο Εθνικό Εισόδημα (AEE) το 2004 στην Ελλάδα, σε σχέση με το περασμένο έτος. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος (ΕΣΥΕ), η μεγαλύτερη άνοδος, κατά 10,4%, σημειώθηκε στην Αττική, ενώ η μικρότερη, μόλις 5,5%, στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Ο πρωτογενής τομέας συνεισέφερε 5,7% στο AEE από 6,7% το 2003, καθώς στο σύνολο της χώρας η πτώση ήταν της τάξεως του 8%.H μεγαλύτερη πτώση σημειώθηκε στο Βόρειο Αιγαίο (9,7%), ενώ η μικρότερη στη Δυτική Ελλάδα (7,3%). Ο δευτερογενής τομέας συνεισέφερε το 21,3% από 21,9% το 2003. Παρά τη σχετική υποχώρησή του σε σημασία, πάντως, το AEE του τομέα ανήλθε κατά 5,8%. Πτώση παρατηρήθηκε μόνο στο Νότιο Αιγαίο (-3,3%) και στην Κρήτη (-1,9%), ενώ η μεγαλύτερη άνοδος σημειώθηκε στη Δυτική Μακεδονία (12%). Ο σημαντικότερος τομέας ήταν ο τριτογενής, ο οποίος συμμετείχε με ποσοστό 73,1% στον σχηματισμό του AEE σε σχέση με 71,4% το 2003. H αύξηση ήταν της τάξεως του 11,6%, με μεγαλύτερη εκείνη της Κρήτης (14,1%) και μικρότερη του Νότιου Αιγαίου (8,8%). Το ΒΗΜΑ, 16/04/2006
|